ἀπόδρομος: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(6_15) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόδρομος''': -ον, ([[δραμεῖν]]) ὁ μὴ λαμβάνων [[μέρος]] εἰς τὸν δρόμον, τὸ τρέξιμον, [[εἴτε]] ἐκ γήρατος, [[εἴτε]] [[ἕνεκα]] μικρᾶς ἡλικίας, «[[τάχα]] [[γοῦν]] ὁ Ἀλκίνοος ἀπόδρομον τὸν Ὀδυσσέα ἐνόμισεν, ὡς ἤδη πεπαυμένον ἀπὸ τῶν [[δρόμων]]» Εὐστ. 1592. 55· ἐν Κρήτῃ τοὺς ἐφήβους ἐκάλουν ἀποδρόμους «διὰ τὸ [[μήπω]] τῶν κοινῶν [[δρόμων]] μετέχειν ὁ αὐτ. 1788. 56. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἀπόδρομον· ἐλαττούμενον τοῖς δρόμοις· ἢ παλίνδρομον· ἢ μετ’ ἐπανόδου Ἀκρίσῳ» (πρβλ. Σοφ. Ἀποσπάσμ. 75). | |lstext='''ἀπόδρομος''': -ον, ([[δραμεῖν]]) ὁ μὴ λαμβάνων [[μέρος]] εἰς τὸν δρόμον, τὸ τρέξιμον, [[εἴτε]] ἐκ γήρατος, [[εἴτε]] [[ἕνεκα]] μικρᾶς ἡλικίας, «[[τάχα]] [[γοῦν]] ὁ Ἀλκίνοος ἀπόδρομον τὸν Ὀδυσσέα ἐνόμισεν, ὡς ἤδη πεπαυμένον ἀπὸ τῶν [[δρόμων]]» Εὐστ. 1592. 55· ἐν Κρήτῃ τοὺς ἐφήβους ἐκάλουν ἀποδρόμους «διὰ τὸ [[μήπω]] τῶν κοινῶν [[δρόμων]] μετέχειν ὁ αὐτ. 1788. 56. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἀπόδρομον· ἐλαττούμενον τοῖς δρόμοις· ἢ παλίνδρομον· ἢ μετ’ ἐπανόδου Ἀκρίσῳ» (πρβλ. Σοφ. Ἀποσπάσμ. 75). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede participar aún en las carreras]] por ser demasiado joven, S.<i>Fr</i>.1146, cf. ἐν Κρήτῃ, ἀποδρόμους (<i>sc</i>. καλοῦσι τοὺς ἐφήβους), διὰ τὸ μηδέπω τῶν κοινῶν δρόμων μετέχειν Eust.1592.58, cf. 727.18<br /><b class="num">•</b>[[menor de edad]], <i>ICr</i>.4.72.7.35 (V a.C.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 21 August 2017
English (LSJ)
ον, (δραμεῖν)
A apart from the race, whether as too old or too young (as in Crete, Leg.Gort.7.35) to share it, Eust.727.18, 1592.55 sqq.; or left behind by others, Hsch., cf. S.Fr.73.
German (Pape)
[Seite 302] 1) zurücklaufend. – 2) nicht mehr laufend, Soph. frg. 75; Hesych. πεπαυμένος δρόμων. Bei den Cretern = der noch nicht im Wettlauf gelaufen hat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδρομος: -ον, (δραμεῖν) ὁ μὴ λαμβάνων μέρος εἰς τὸν δρόμον, τὸ τρέξιμον, εἴτε ἐκ γήρατος, εἴτε ἕνεκα μικρᾶς ἡλικίας, «τάχα γοῦν ὁ Ἀλκίνοος ἀπόδρομον τὸν Ὀδυσσέα ἐνόμισεν, ὡς ἤδη πεπαυμένον ἀπὸ τῶν δρόμων» Εὐστ. 1592. 55· ἐν Κρήτῃ τοὺς ἐφήβους ἐκάλουν ἀποδρόμους «διὰ τὸ μήπω τῶν κοινῶν δρόμων μετέχειν ὁ αὐτ. 1788. 56. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἀπόδρομον· ἐλαττούμενον τοῖς δρόμοις· ἢ παλίνδρομον· ἢ μετ’ ἐπανόδου Ἀκρίσῳ» (πρβλ. Σοφ. Ἀποσπάσμ. 75).
Spanish (DGE)
-ον
que no puede participar aún en las carreras por ser demasiado joven, S.Fr.1146, cf. ἐν Κρήτῃ, ἀποδρόμους (sc. καλοῦσι τοὺς ἐφήβους), διὰ τὸ μηδέπω τῶν κοινῶν δρόμων μετέχειν Eust.1592.58, cf. 727.18
•menor de edad, ICr.4.72.7.35 (V a.C.).