ἄοκνος: Difference between revisions
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
(Bailly1_1) |
(big3_5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> diligent, actif;<br /><b>2</b> pressant.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὄκνος]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> diligent, actif;<br /><b>2</b> pressant.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὄκνος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[diligente]], [[ἀνήρ]] Hes.<i>Op</i>.495, φύλαξ S.<i>Ai</i>.563, τόλμα Hyp.<i>Epit</i>.17, ἕψομαι γ' [[ἄοκνος]] Cleanth.<i>Fr.Poet</i>.2, ἄ. καὶ πρόθυμος Plu.2.51b, cf. LXX <i>Pr</i>.6.11a<br /><b class="num">•</b>c. prep. ἄοκνοι πρὸς ὑμᾶς μελλητάς prontos en el obrar frente a vosotros, que lo demoráis</i> Th.1.70, πρὸς τὰς ἀναγκαίας ... χρήσεις Epicur.<i>Ep</i>.[4] 131.5, πρὸς τοὺς πόνους Plu.<i>Pel</i>.3.<br /><b class="num">2</b> [[que no prevé]] ὧν ἅδ' ἁ τλάμων [[ἄοκνος]] S.<i>Tr</i>.841 (cj.).<br /><b class="num">II</b> adv. <br /><b class="num">1</b> -ως [[sin duda]], [[de forma resuelta]] διορθοῦν ἀ. Hp.<i>Art</i>.38, cf. Pl.<i>Lg</i>.649b, 1<i>Ep.Clem</i>.33.8, <i>IGBulg</i>.1<sup>2</sup>.13.31 (Dionisópolis I a.C.), <i>PSI</i> 621.6 (III a.C.), <i>UPZ</i> 145.46 (II a.C.), Plb.31.8.8, I.<i>AI</i> 5.238, Orib.<i>Syn</i>.praef.2.<br /><b class="num">2</b> -ότατα [[muy diligentemente]] ᾐσθάνετο Κῦρος ... ἀ. X.<i>Cyr</i>.1.4.2. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A without hesitation, resolute, ἀνήρ Hes.Op.495; φύλακα τροφῆς ἄοκνον S.Aj.563; ἄ. πρὸς μελλητάς Th.1.70; ἕψομαί γ' ἀ. Cleanth.Stoic.1.118; πρὸς τὰς ἀναγκαίας χρήσεις Epicur.Ep.3p.64U.; πρὸς τοὺς πόνους Plu.Pel.3; ἄ. βλάβη pressing, present mischief, S.Tr.841. Adv. -νως without hesitation, Hp. Art.38, Pl.Lg.649b, Orib.Syn.Praef.: Sup. -ότατα X.Cyr.1.4.2.
German (Pape)
[Seite 272] unverdrossen, rüstig, thätig, Hes. O. 683; Soph. Ai. 560; βλάβη Tr. 839, nach Schol. ἀμέλλητος; im Ggstz von μελλητής Thuc. 1, 70; προθυμία ἀοκνοτάτη 1, 74; δύναμις, στρατηγός, Poll. 1, 155. 178. – Adv. ἀόκνως, εἰπεῖν Plat. Legg. I, 649 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἄοκνος: -ον, ὁ ἄνευ δισταγμοῦ, ἀποφασιστικός, ἀκούραστος, ἐνεργός, φιλεργός, ἔνθα κ’ ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 493· φύλαξ Σοφ. Αἴ. 563· ἄ. πρὸς μελλητὰς Θουκ. 1.70· πρός τι Πλουτ. Πελ. 3· ὧν ἅδ’ ἁ τλάμων ἄοκνον μεγάλαν προσορῶσα δόμοισι βλάβαν, ἐπικειμένην, σπεύδουσαν, Σοφ. Τρ. 841· ἀλλ’ ἴδε Jebb ἐν τόπῳ, ὅστις μετὰ τοῦ Μουσγρ. ἀναγινώσκει: ὧν ἅδ’ ἁ τλάμων ἄοκνος, μεγάλαν… βλάβαν, καὶ ἑρμηνεύει: μὴ ὑποπτεύουσα, μὴ φοβουμένη τοιαῦτα ἀποτελέσματα. ― Ἐπίρρ. -νως, ἄνευ ὄκνου, ἄνευ δισταγμοῦ, εἰπεῖν τε ἀόκνως ὁτιοῦν Πλάτ. Νόμ. 649B, Ἱππ. Ἄρθρ. 803.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 diligent, actif;
2 pressant.
Étymologie: ἀ, ὄκνος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1diligente, ἀνήρ Hes.Op.495, φύλαξ S.Ai.563, τόλμα Hyp.Epit.17, ἕψομαι γ' ἄοκνος Cleanth.Fr.Poet.2, ἄ. καὶ πρόθυμος Plu.2.51b, cf. LXX Pr.6.11a
•c. prep. ἄοκνοι πρὸς ὑμᾶς μελλητάς prontos en el obrar frente a vosotros, que lo demoráis Th.1.70, πρὸς τὰς ἀναγκαίας ... χρήσεις Epicur.Ep.[4] 131.5, πρὸς τοὺς πόνους Plu.Pel.3.
2 que no prevé ὧν ἅδ' ἁ τλάμων ἄοκνος S.Tr.841 (cj.).
II adv.
1 -ως sin duda, de forma resuelta διορθοῦν ἀ. Hp.Art.38, cf. Pl.Lg.649b, 1Ep.Clem.33.8, IGBulg.12.13.31 (Dionisópolis I a.C.), PSI 621.6 (III a.C.), UPZ 145.46 (II a.C.), Plb.31.8.8, I.AI 5.238, Orib.Syn.praef.2.
2 -ότατα muy diligentemente ᾐσθάνετο Κῦρος ... ἀ. X.Cyr.1.4.2.