βυσσοδομεύω: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(Autenrieth) |
(big3_9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[βυσσός]], [[δέμω]]): [[build]] in the depths, [[brood]], [[always]] in [[bad]] [[sense]]; κακὰ φρεσί, Od. 17.66. (Od.) | |auten=([[βυσσός]], [[δέμω]]): [[build]] in the depths, [[brood]], [[always]] in [[bad]] [[sense]]; κακὰ φρεσί, Od. 17.66. (Od.) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> -[[δομέω]] Sud., Eust.1513.46<br />[[construir]], [[tramar en el fondo]], [[en su interior]] fig. κακά <i>Od</i>.20.184, (μύθους) οὓς ... ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον <i>Od</i>.4.676, κακὰ φρεσί <i>Od</i>.8.273, 17.66, δόλον φρεσί Hes.<i>Sc</i>.30, βυσσοδομεύειν τὴν ὀργὴν abrigar, fomentar un resentimiento solapado</i> Luc.<i>Cal</i>.24, βυσσοδομεύων, εἴ πως τισαίμην <i>Od</i>.9.316, op. ‘decir’ ἕτερα μὲν λέγοντες, ἕτερα δὲ βυσσοδομεύοντες Vett.Val.380.30<br /><b class="num">•</b>en v. pas. τὰ βυσσοδομευόμενα las intenciones solapadas</i> Hld.7.11.8. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 21 August 2017
English (LSJ)
(δομέω)
A build in the deep: hence, brood over a thing in the depth of one's soul, ponder deeply; Hom. only in Od., always in bad sense, κακὰ φρεσὶ βυσσοδόμευον 17.66, al.; μύθους β. 4.676; δόλον φρεσὶ β. Hes.Sc.30: also in late Prose, ὀργὴν β. Luc.Cal.24; τὰ βυσσοδομευόμενα secret designs, Hld.7.11:—also βυρσοδομέω, Eust. 1513.46, Suid.
German (Pape)
[Seite 468] in der Tiefe bauen; im tiefen Herzensgrund ersinnen, nur von bösen, feindseligen Dingen; Hom. siebenmal. stets Versende: ἀλλ' ἀκέων κίνησε κάρη, κακὰ βυσσοδομεύων Odyss. 17, 465. 491. 20, 184; αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην κακὰ βυσσοδομεύων Odyss. 9, 316; βῆ ῥ' ἴμεν ἐς χαλκεῶνα κακὰ φρεσὶ βυσσοδομεύων Odyss. 8, 273; μνηστῆρες ἠγερέθοντο ἔσθλ' ἀγορεύοντες, κακὰ δὲ φρεσὶ βυσσοδόμευον Odyss. 17, 66; μύθων, οὓς μνηστῆρες ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον Odyss. 4, 676; – δόλον Hes. Sc. 50; όργήν Luc. Calumn. 24; absolut, Opp. C. 1, 250; τὰ βυσσοδομευόμενα, heimliche Anschläge, Hel. 7, 11.
Greek (Liddell-Scott)
βυσσοδομεύω: (δομέω) οἰκοδομῶ ἐν τῷ βάθει, ὅθεν, σκέπτομαι περί τινος πράγματος ἐν τῷ βάθει τῆς ψυχῆς μου, κατὰ βάθος καὶ κατ’ ἐμαυτὸν σκέπτομαι καὶ κρίνω, Ὅμ.· μόνον ἐν Ὀδυσσ. ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, κακὰ φρεσσὶ βυσσοδομεύων Ρ. 66, κτλ.· ὡσαύτως, μύθους βυσσοδ. Δ. 676· οὕτω, δόλον φρεσὶ βυσσοδ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 30· οὕτω παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ὀργὴν βυσσοδ. Λουκ. Διαβολ. 24· τὰ βυσσοδομευόμενα, μυστικὰ σχέδια, Ἡλιόδ. 7. 11· ― ὡσαύτως -δομέω Εὐστ. 1513. 46, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
bâtir au fond (de son esprit ou de son cœur), càd machiner secrètement, d’ord. en mauv. part : κακά OD de mauvais desseins, μύθους OD méditer de mauvaises paroles.
Étymologie: βυσσός, δομέω.
English (Autenrieth)
(βυσσός, δέμω): build in the depths, brood, always in bad sense; κακὰ φρεσί, Od. 17.66. (Od.)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -δομέω Sud., Eust.1513.46
construir, tramar en el fondo, en su interior fig. κακά Od.20.184, (μύθους) οὓς ... ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον Od.4.676, κακὰ φρεσί Od.8.273, 17.66, δόλον φρεσί Hes.Sc.30, βυσσοδομεύειν τὴν ὀργὴν abrigar, fomentar un resentimiento solapado Luc.Cal.24, βυσσοδομεύων, εἴ πως τισαίμην Od.9.316, op. ‘decir’ ἕτερα μὲν λέγοντες, ἕτερα δὲ βυσσοδομεύοντες Vett.Val.380.30
•en v. pas. τὰ βυσσοδομευόμενα las intenciones solapadas Hld.7.11.8.