ἀποπλάζω: Difference between revisions
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
(Autenrieth) |
(big3_6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=only aor. [[pass]]. ἀπεπλάγχθην, [[part]]. ἀποπλαγχθείς: [[pass]]., be driven [[from]] [[one]]'s [[course]], [[drift]] ([[away]] [[from]]); [[Τροίηθεν]], Od. 9.259; κατάλεξον | [[ὅππῃ]] ἀπεπλάγχθης, Od. 8.573; [[τῆλε]] δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος [[δόρυ]], ‘rebounded,’ Il. 22.291, Il. 13.592; cf. 578. | |auten=only aor. [[pass]]. ἀπεπλάγχθην, [[part]]. ἀποπλαγχθείς: [[pass]]., be driven [[from]] [[one]]'s [[course]], [[drift]] ([[away]] [[from]]); [[Τροίηθεν]], Od. 9.259; κατάλεξον | [[ὅππῃ]] ἀπεπλάγχθης, Od. 8.573; [[τῆλε]] δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος [[δόρυ]], ‘rebounded,’ Il. 22.291, Il. 13.592; cf. 578. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [sólo en forma de aor. pas. salvo act. ἀποπλάγξειεν A.R.1.1220, ἀποπλάγξαντες Hsch.]<br /><b class="num">1</b> de pers., anim. y personif. [[separarse]], [[ausentarse]] c. gen. de pers. σῆς πατρίδος ἠδὲ τοκήων <i>Od</i>.15.382, αὐτᾶς μὴ ἀποπλαγχθῇς no te separes de ella</i> Theoc.15.67, ἑταίρων Theoc.22.35, νομῆος Nonn.<i>D</i>.15.216, νομοῖο Colluth.41, cf. c. dat. loc. ὅσσα φιν ἐν θνητοῖσιν ἀποπλαχθέντα πέφυκεν cuantas cosas para ellos (los elementos) se encuentran separadas en el mundo mortal</i> Emp.B.22.3<br /><b class="num">•</b>c. gen. de lugares [[ir a la deriva lejos de]] νήσου <i>Od</i>.12.285, Τροίηθεν <i>Od</i>.9.259<br /><b class="num">•</b>fig. ἀπεπλάγχθην δὲ νόοιο quedé fuera de mí</i>, se extravió mi mente</i>, <i>h.Ven</i>.254<br /><b class="num">•</b>abs. [[andar errante]], [[vagar]] κατάλεξον, ὅππῃ ἀπεπλάγχθης <i>Od</i>.8.573, ἀπεπλάγχθη χορὸς ἄστρων Nonn.<i>D</i>.1.230, ἀποπλαγχθῆναι αὐτήν (τὴν ὕλην) (el demiurgo impide que) ésta (la materia) vaya a la deriva</i> Numen.18.8.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[separar violentamente]] de armas y pertrechos [[salir despedido o disparado]] ἀπὸ θώρηκος ... πολλὸν ἀποπλαγχθείς (ὀϊστός) <i>Il</i>.13.592, τῆλε δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ <i>Il</i>.22.291<br /><b class="num">•</b>fig. [[ἀλλά]] τὰ μὲν τηλοῦ κεν ἀποπλάγξειεν ἀοιδῆς pero estos (mitos) se saldrían totalmente fuera del tema del canto</i> A.R.l.c.<br /><b class="num">•</b>abs. (τρυφάλεια) ἀποπλαγχθεῖσα saliendo (el casco) despedido</i>, <i>Il</i>.13.578. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 21 August 2017
English (LSJ)
A lead away from, ἀοιδῆς A.R.1.1220, cf. Hsch.:—Pass., only aor., stray away from, πολλὸν ἀπεπλάγχθης σῆς πατρίδος Od. 15.382; Τροίηθεν 9.259; ἀπὸ θώρηκος . . πολλὸν ἀποπλαγχθείς [ὀϊστός] glancing off the hauberk, Il.13.592; -πλαγχθέντες ἑταίρων Theoc.22.35; τῆλε δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Il.22.291: abs., wander, Od.8.573; to be separated, Emp.22.3; τρυφάλεια ἀποπλαγχθεῖσα a helm struck off, falling from the head, Il.13.578:—also ἀποπλασθεῖσα· ἀποκρουσθεῖσα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 319] (s. πλάζω), abirren machen, abbringen, Hom. öfters, aber nur im aor. pass., wenn man nicht Od. 1. 75 πλάζει δ' ἀπὸ πατρίδος αἴης hierherziehen will; τῆς ἀοιδῆς Ap. Rh. 1, 1220. – Pass., weggetrieben werden, abirren, ὅππῃ ἀπεπλάγχθης Od. 8, 573; ἀποπλαγχθεῖσα χαμαὶ πέσε Iliad. 13, 578; Τροίηθεν ἀποπλαγχθέντες Od. 9, 259; πολλὸν ἀπεπλάγχθης πατρίδος ἠδὲ τοκήων Od. 15, 382; νήσου αποπλαγχθέντας 12, 285; τῆλε δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Iliad. 22, 291; ἀπὸ θώρηκος πολλὸν ἀποπλαγχθείς 13, 592; ἀποπλαγχθέντες ἑταίρων Theocr. 22, 35; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπλάζω: μέλλ. -πλάγξω, ἀποπλανῶ, ἀλλὰ τὰ μὲν τηλοῦ κεν ἀποπλάγξειεν ἀοιδῆς, «ἀποπλανήσειεν» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1220: - Παθ., τοῦ ὁποίου ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν παθ. ἀόρ. ἀπεπλάγχθην, πλανῶμαι μακρὰν ἀπό τινος, ἀπομακρύνομαι, πολλὸν ἀπεπλάγχθης σῆς πατρίδος Ὀδ. Ο. 382· Τροίηθεν Ι. 259· ἀπὸ θώρηκος… πολλὸν ἀποπλαγχθεὶς [[[ὀϊστός]]] Ἰλ. Ν. 592· τῆλε δ’ ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Χ. 291· ἀπολ., πλανῶμαι μακράν, Ὀδ. 573: - ἡ φράσις τρυφάλεια ἀποπλαγχθεῖσα, περικεφαλαία ἐκκρουσθεῖσα, ἐκτιναχθεῖσα ἐκ τῆς κεφαλῆς, Ἰλ. Ν. 578, εἶναι μοναδική.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποπλάγξω;
égarer loin de ; Pass. (ao. ἀπεπλάγχθην) :
1 s’égarer hors de, errer loin de, gén. ; abs. errer au poin ; p. anal. σάκεος ἀπ. IL rebondir loin d’un bouclier en parl. d’un trait;
2 p. ext. être renversé, tomber.
Étymologie: ἀπό, πλάζω.
English (Autenrieth)
only aor. pass. ἀπεπλάγχθην, part. ἀποπλαγχθείς: pass., be driven from one's course, drift (away from); Τροίηθεν, Od. 9.259; κατάλεξον | ὅππῃ ἀπεπλάγχθης, Od. 8.573; τῆλε δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ, ‘rebounded,’ Il. 22.291, Il. 13.592; cf. 578.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo en forma de aor. pas. salvo act. ἀποπλάγξειεν A.R.1.1220, ἀποπλάγξαντες Hsch.]
1 de pers., anim. y personif. separarse, ausentarse c. gen. de pers. σῆς πατρίδος ἠδὲ τοκήων Od.15.382, αὐτᾶς μὴ ἀποπλαγχθῇς no te separes de ella Theoc.15.67, ἑταίρων Theoc.22.35, νομῆος Nonn.D.15.216, νομοῖο Colluth.41, cf. c. dat. loc. ὅσσα φιν ἐν θνητοῖσιν ἀποπλαχθέντα πέφυκεν cuantas cosas para ellos (los elementos) se encuentran separadas en el mundo mortal Emp.B.22.3
•c. gen. de lugares ir a la deriva lejos de νήσου Od.12.285, Τροίηθεν Od.9.259
•fig. ἀπεπλάγχθην δὲ νόοιο quedé fuera de mí, se extravió mi mente, h.Ven.254
•abs. andar errante, vagar κατάλεξον, ὅππῃ ἀπεπλάγχθης Od.8.573, ἀπεπλάγχθη χορὸς ἄστρων Nonn.D.1.230, ἀποπλαγχθῆναι αὐτήν (τὴν ὕλην) (el demiurgo impide que) ésta (la materia) vaya a la deriva Numen.18.8.
2 de cosas separar violentamente de armas y pertrechos salir despedido o disparado ἀπὸ θώρηκος ... πολλὸν ἀποπλαγχθείς (ὀϊστός) Il.13.592, τῆλε δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Il.22.291
•fig. ἀλλά τὰ μὲν τηλοῦ κεν ἀποπλάγξειεν ἀοιδῆς pero estos (mitos) se saldrían totalmente fuera del tema del canto A.R.l.c.
•abs. (τρυφάλεια) ἀποπλαγχθεῖσα saliendo (el casco) despedido, Il.13.578.