ἐξάντης: Difference between revisions
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
(Bailly1_2) |
(big3_15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><i>acc.</i> ἐξάντην;<br />exempt de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἄντα]]. | |btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><i>acc.</i> ἐξάντην;<br />exempt de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἄντα]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[libre de]] c. gen. γενέσθαι τῆσδέ μ' ἐξάντη νόσου <i>Trag.Adesp</i>.151, (ζωή) ἐ. πάσης ἀσελγείας Plu.<i>Fr</i>.47, τοῦ κακοῦ πεποίηκε τὸν ἄνθρωπον ἐξάντη Ael.<i>NA</i> 16.28, τῆς μήνιδος τῆς ἐκ τοῦ θεοῦ Ael.<i>Fr</i>.83, δειλίας Iul.<i>Or</i>.9.195b, τῆς ἐπιληψίας Orib.45.30.13, κινδύνων Eust.756.16<br /><b class="num">•</b>abs., cont. medic. o mág. [[libre de peligro]], [[curado]], [[sano]] ἢν δ' [[ἄρα]] ἀφίκηται (ἐς τὰς ἑπτὰ ἡμέρας), ἐ. γίνεται Hp.<i>Morb</i>.3.3, cf. 1.14, <i>Mul</i>.1.41, Hsch., frec. ref. curaciones mágicas ἐξάντη ποιῆσαι curar</i> Pl.<i>Phdr</i>.244e, D.Chr.4.90, Synes.<i>Insomn</i>.4<br /><b class="num">•</b>fig. νόμων τιμωρίαις ἐξάντεις τοὺς μιαιφόνους κατέστησαν sanaron a los asesinos mediante castigos establecidos por las leyes</i> Eus.<i>PE</i> 4.16.21.<br /><b class="num">2</b> [[que está fuera de sí]], [[enloquecido]], <i>EM</i> 346.42G.<br /><b class="num">II</b> neutr. sg. ἐξάντες como adv. [[enfrente]] Hsch. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 21 August 2017
English (LSJ)
ες, of patients,
A out of danger, healthy, ἐ. γίνεται Hp.Morb. 3.3, Mul.1.41; ἐξάντη ποιεῖν τινα Pl.Phdr.244e. b harmless, ἐξάντη φάσκοντες ποιήσειν (sc. μῆνιν Ἑκάτης) D.Chr.4.90. 2 c. gen., free from, κακοῦ Ael.NA3.5; νούσου Hp.Morb.1.14, cf. Com.Adesp.1279 (= Trag.Adesp.151); δειλίας Jul.Or.6.192b. 3 = ἐξεστηκώς, μαινόμενος, EM346.42.
German (Pape)
[Seite 870] ες (ἄντα, Andere von ἄτη), außerhalb des Gesichtskreises, nicht ausgesetzt, bes. ohne Krankheit, gesund; Hippocr.; unversehrt, ἐξάντη ἐποίησε ἡ μανία τὸν ἑαυτῆς ἔχοντα Plat. Phaedr. 244 e; ἐξάντης λεύσσω τοὐμὸν κακὸν ἄλλον ἔχοντα Zenob. 3, 95; ἐξάντης κακοῦ, frei davon, Ael. H. A. 3, 5; bei E. M. 346, 42 steht der Vers ὦ Ζεῦ γενέσθαι τῆσδέ μ' ἐξάντην νόσου.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάντης: -ες, (πρβλ. κατάντης, προσάντης), «ὁ τῆς νόσου ἔξω ὤν» (Ἡσύχ.), ὑγιής, Ἱππ. 488. 39· ἐξάντη ἐποίησε τὸν ἑαυτῆς ἔχοντα Πλάτ. Φαῖδρ. 244Ε. 2) μετὰ γεν., ἐξάντης γίνεται τοῦ κακοῦ, ἀπαλλάσσεται, Αἰλ. π. Ζ. 3. 5· νόσου Κωμικ. Ἀνώνυμ. 72.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
acc. ἐξάντην;
exempt de, gén..
Étymologie: ἄντα.
Spanish (DGE)
-ες
I 1libre de c. gen. γενέσθαι τῆσδέ μ' ἐξάντη νόσου Trag.Adesp.151, (ζωή) ἐ. πάσης ἀσελγείας Plu.Fr.47, τοῦ κακοῦ πεποίηκε τὸν ἄνθρωπον ἐξάντη Ael.NA 16.28, τῆς μήνιδος τῆς ἐκ τοῦ θεοῦ Ael.Fr.83, δειλίας Iul.Or.9.195b, τῆς ἐπιληψίας Orib.45.30.13, κινδύνων Eust.756.16
•abs., cont. medic. o mág. libre de peligro, curado, sano ἢν δ' ἄρα ἀφίκηται (ἐς τὰς ἑπτὰ ἡμέρας), ἐ. γίνεται Hp.Morb.3.3, cf. 1.14, Mul.1.41, Hsch., frec. ref. curaciones mágicas ἐξάντη ποιῆσαι curar Pl.Phdr.244e, D.Chr.4.90, Synes.Insomn.4
•fig. νόμων τιμωρίαις ἐξάντεις τοὺς μιαιφόνους κατέστησαν sanaron a los asesinos mediante castigos establecidos por las leyes Eus.PE 4.16.21.
2 que está fuera de sí, enloquecido, EM 346.42G.
II neutr. sg. ἐξάντες como adv. enfrente Hsch.