διαίνω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source
(Autenrieth)
(big3_11)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. ἐδίηνε: [[wet]], [[moisten]]. (Il.)
|auten=aor. ἐδίηνε: [[wet]], [[moisten]]. (Il.)
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. ind. ἐδίηνε <i>Il</i>.22.495, Opp.<i>C</i>.1.232, inf. διῆναι Hp.<i>Int</i>.12, διᾶναι Ath.45d, Hsch.]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[mojar]], [[humedecer]], [[empapar]] δίαινε δέ μιν μέλαν ὕδωρ <i>Il</i>.21.202, χείλεα μέν τ' ἐδίην', ὑπερῴην δ' οὐκ ἐδίηνε <i>Il</i>.22.495, χθόνα Emp.B 73, (ἄνθεα) τούτῳ τῷ συγκεκρημένῳ Hp.l.c., στεφάνην Opp.l.c., los pájaros al beber τὴν ἀρτηρίαν διαίνουσι Plu.2.699d, τὸ σῶμα Ath.l.c., τὰ μὲν (ὀστέα) ἀμβροσίῃ καὶ ἀλείφασι ... δίηναν Q.S.3.733, ἡ [[ἔκκρισις]] ... διαίνει Arist.<i>Mete</i>.387<sup>a</sup>28, τὰ νότια ... διαίνει Thphr.<i>Vent</i>.58, cf. Hsch.l.c.<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. χρύσεα μαζῶν ... μῆλα διαινομένη mojando las manzanas doradas de sus pechos</i>, <i>AP</i> 5.60 (Rufin.), λιπαρὸν κόμμι διηνάμενος Androm.152<br /><b class="num">•</b>en v. pas. κάχληκες Opp.<i>H</i>.3.376, σῶμα διαινόμενον por el agua lustral, Orác. en <i>AP</i> 14.74, ὕδασιν Εὐφρήταο διαινόμενον ζαμίλαμπιν Orph.<i>L</i>.263.<br /><b class="num">2</b> [[mojar]], [[bañar en lágrimas]] ὄμμα Heliod.<i>SHell</i>.472.14, στήθεά τ' ἠδὲ χιτῶνας Q.S.3.475<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. διαίνου δ' ὄσσε baña tus ojos en lágrimas</i> A.<i>Pers</i>.1065<br /><b class="num">•</b>[[llorar]] c. ac. int. δίαινε διαῖνε πῆμα llora, llora tu pena</i> A.<i>Pers</i>.1038, abs., S.<i>Fr</i>.210.35<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. διαίνεσθε Πέρσαι llorad, persas</i> A.<i>Pers</i>.257, διαίνομαι γοεδνὸς ὤν lloro profiriendo gemidos</i> A.<i>Pers</i>.1047, cf. Hsch.<br /><b class="num">II</b> v. med. intr. [[mojarse]], [[empaparse]] οὐδ' ὑπένερθε διαίνετο χάλκεος [[ἄξων]] <i>Il</i>.13.30, τὰ πλεῖστα ... διαινόμενα la mayoría (de las plantas) empapándose (con el rocío)</i>, Plu.2.939e, οὐκ ὄμβροισι διαίνομαι, ἀλλὰ δάκρυσι <i>GVI</i> 1651.5 (Sidón III d.C.), πορφυρέοιο διαινόμενοι κορέσαντο αἵματος ... θάμνοι Orph.<i>L</i>.564, cf. Hsch.δ 1040.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Et. dud.; la rel. c. [[δεύω]] presenta problemas.
}}
}}

Revision as of 12:23, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐαίνω Medium diacritics: διαίνω Low diacritics: διαίνω Capitals: ΔΙΑΙΝΩ
Transliteration A: diaínō Transliteration B: diainō Transliteration C: diaino Beta Code: diai/nw

English (LSJ)

aor. ἐδίηνα,

   A wet, moisten, ὑπερῴην δ' οὐκ ἐδίηνε Il.22.495; ὄμμα διῆναι Heliod.Med(?).ap.Stob.4.36.8 (hex.); διαίνετο . . ἄξων Il. 13.30; οἴνῳ διαίνων ἔντερ' Axionic.8.3:—Med., διαίνεσθαι ὄσσε wet one's eyes, A.Pers.1064 (lyr.): and abs., weep, ib.258 (lyr.); δίαινε πῆμα. Ans. διαίνομαι weep for the woe—I weep, ib.1038 (lyr.), cf. Sch.ad loc., S.Fr.210.35.—Rare in Prose, Arist.Mete.387a28.

German (Pape)

[Seite 579] (zunächst entstanden aus διανίω; vgl. δεύω, διερός?), benetzen, Apoll. Lex. Hom. p. 58, 20 διαίνειν· βρέχειν. Homer. Iliad. 21, 202 δίαινε δέ μιν μέλαν ὕδωρ; 22, 495 κοτύλην τις τυτθὸν ἐπέσχεν, χείλεα μέν τ' ἐδίην', ὑπερῴην δ' οὐκ ἐδίηνεν; 13, 30 von der Fahrt Poseidons über das Meer οὐδ' ὑπένερθε διαίνετο χάλκεος ἄξων. – Sp., wie Rufin. 6 (V, 60). – Bes. = mit Thränen benetzen, beweinen; πῆμα Aesch. Pers. 1038; ebenso med., absol., 258; ὄσσε 1064, ὄμμα Hel. Stob. fl. 100, 6.

Greek (Liddell-Scott)

διαίνω: μέλλων διᾰνῶ, ἀόρ. ἐδίηνα (ἡ ἀρχὴ ἄγνωστος): - ὑγραίνω, βρέχω, ὑπερῴην δ’ οὐκ ἐδίηνε Ἰλ. Χ. 495· ἐν τῷ παθ. διαίνετο... ἄξων Ν. 30· οἴνῳ διαίνων ἔντερ’ Ἀξιόνικ. ἐν Meinele Κωδ. Ἀποσπ. 5. 93. - Μέσ., διαίνεσθαι ὄσσε, ὑγραίνομαι τοὺς ὀφθαλμούς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1064· καὶ ἀπολ., κλαίω, αὐτ. 258· - αὐτόθι 1038. 1039, ὁ Ξέρξης κράζει δίαινε, δίαινε πῆμα, καὶ ὁ χορὸς ἀπαντᾷ διαίνομαι, ὅπερ δύναται νὰ σημαίνῃ μόνον (κατὰ τὸν Σχολ.): κλαῖε, κλαῖε διὰ τὸ δυστύχημα· - κλαίω. - Σπάνιον παρὰ πεζοῖς Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 26, Ἡλιόδ. παρὰ Στοβ. τ. 100. 6, πρβλ. διαντικός, -τός.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐδίανα;
1 mouiller;
2 particul. mouiller de larmes, pleurer sur, acc..
Étymologie: DELG pas d’étym.

English (Autenrieth)

aor. ἐδίηνε: wet, moisten. (Il.)

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ind. ἐδίηνε Il.22.495, Opp.C.1.232, inf. διῆναι Hp.Int.12, διᾶναι Ath.45d, Hsch.]
I 1mojar, humedecer, empapar δίαινε δέ μιν μέλαν ὕδωρ Il.21.202, χείλεα μέν τ' ἐδίην', ὑπερῴην δ' οὐκ ἐδίηνε Il.22.495, χθόνα Emp.B 73, (ἄνθεα) τούτῳ τῷ συγκεκρημένῳ Hp.l.c., στεφάνην Opp.l.c., los pájaros al beber τὴν ἀρτηρίαν διαίνουσι Plu.2.699d, τὸ σῶμα Ath.l.c., τὰ μὲν (ὀστέα) ἀμβροσίῃ καὶ ἀλείφασι ... δίηναν Q.S.3.733, ἡ ἔκκρισις ... διαίνει Arist.Mete.387a28, τὰ νότια ... διαίνει Thphr.Vent.58, cf. Hsch.l.c.
tb. en v. med. χρύσεα μαζῶν ... μῆλα διαινομένη mojando las manzanas doradas de sus pechos, AP 5.60 (Rufin.), λιπαρὸν κόμμι διηνάμενος Androm.152
en v. pas. κάχληκες Opp.H.3.376, σῶμα διαινόμενον por el agua lustral, Orác. en AP 14.74, ὕδασιν Εὐφρήταο διαινόμενον ζαμίλαμπιν Orph.L.263.
2 mojar, bañar en lágrimas ὄμμα Heliod.SHell.472.14, στήθεά τ' ἠδὲ χιτῶνας Q.S.3.475
tb. en v. med. διαίνου δ' ὄσσε baña tus ojos en lágrimas A.Pers.1065
llorar c. ac. int. δίαινε διαῖνε πῆμα llora, llora tu pena A.Pers.1038, abs., S.Fr.210.35
en v. med. mismo sent. διαίνεσθε Πέρσαι llorad, persas A.Pers.257, διαίνομαι γοεδνὸς ὤν lloro profiriendo gemidos A.Pers.1047, cf. Hsch.
II v. med. intr. mojarse, empaparse οὐδ' ὑπένερθε διαίνετο χάλκεος ἄξων Il.13.30, τὰ πλεῖστα ... διαινόμενα la mayoría (de las plantas) empapándose (con el rocío), Plu.2.939e, οὐκ ὄμβροισι διαίνομαι, ἀλλὰ δάκρυσι GVI 1651.5 (Sidón III d.C.), πορφυρέοιο διαινόμενοι κορέσαντο αἵματος ... θάμνοι Orph.L.564, cf. Hsch.δ 1040.

• Etimología: Et. dud.; la rel. c. δεύω presenta problemas.