εἰσβολή: Difference between revisions

From LSJ

πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)

Source
(Bailly1_2)
(big3_13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>ion. et anc. att.</i> [[ἐσβολή]];<br /><b>1</b> invasion, attaque;<br /><b>2</b> entrée ; passage ; <i>particul.</i> embouchure d’un fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[βάλλω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>ion. et anc. att.</i> [[ἐσβολή]];<br /><b>1</b> invasion, attaque;<br /><b>2</b> entrée ; passage ; <i>particul.</i> embouchure d’un fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[βάλλω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἐσ- Hdt.1.185, 2.141, E.<i>Supp</i>.92, Th.7.18; ἐσβολά E.<i>Io</i> 722<br /><b class="num">I</b> ref. lugares<br /><b class="num">1</b> [[entrada natural]], [[vía de acceso]], [[paso]], [[desfiladero]] ἐ. ἐξ ὀρέων στεινῶν ἐς πεδίον μέγα Hdt.2.75, de las Termópilas como puerta de entrada a Grecia, Hdt.7.176, Iul.<i>Or</i>.3.98b, τῆς χώρης τῇ αἵ τε ἐσβολαὶ ἦσαν Hdt.1.185, [[δεῖ]] φυλάσσεσθαι τὴν ἐσβολὴν τὴν Ὀλυμπικήν Hdt.7.172, cf. Th.3.112, X.<i>HG</i> 6.2.1, ἐ. ... ἥ ἐστι μεταξὺ δυοῖν λόφοιν στενή Th.4.127, τηρεῖν ... τὰς εἰσβολάς Ar.<i>Ach</i>.1075, ἡ δὲ εἰ. ἦν ὁδὸς ἁμαξιτὸς ὀρθία X.<i>An</i>.1.2.21, προαποπληρώσαντες τάς τε εἰσβολάς en una ciudad, Aen.Tact.2.2, αἱ εἰς τὴν χώραν εἰσβολαί Plb.2.65.6, cf. Ctes.1b.2.3, Ph.2.119, ἐν τῇ εἰσβολῇ τῇ πρὸς θάλατταν τοῦ ὄρους I.<i>AI</i> 2.325, αἱ ἐκ τῆς Κελτικῆς εἰς τὴν Τυρρηνίαν εἰσβολαί Str.5.2.9, ἡ εἰ. στενόπορος Polyaen.7.27.1, εἰσβολαὶ τοῦ περιβόλου ref. al recinto sagrado de Eleusis, Aristid.<i>Or</i>.22.7<br /><b class="num">•</b>sent. abstr. [[vía de entrada]], [[forma de entrar]] εἰσβολαὶ δὲ καὶ ὁδοὶ δύο τῆς πολιτείας εἰσίν hay dos vías de entrada en la política</i> Plu.2.804c, διὰ ξύλου σταυροῦ ... ἡ εἰ. τοῦ παραδείσου Cosm.Ind.<i>Top</i>.2.95.<br /><b class="num">2</b> mar. [[estrecho]], [[canal de entrada]], [[embocadura de un puerto]] Συμπληγάδων πετρᾶν ἀξενωτάταν ἐσβολάν E.<i>Med</i>.1264, θάψαι μ' ἐπ' αὐτῷ τῷ στόματι τῆς εἰσβολῆς Ar.<i>Ec</i>.1109, κόλπος ἕτερος βαθύτατος, οὗ κατὰ τὴν εἰσβολὴν ἐν δεξιοῖς [[ἄμμος]] ἐστίν <i>Peripl.M.Rubri</i> 5.<br /><b class="num">3</b> [[umbral]], [[puerta]], [[acceso]] en edificios τῶν ἀλφίτων de los lugares donde se almacenaba el trigo que entraba en Atenas, Ar.<i>Eq</i>.857, cf. Sud., del Tabernáculo, Cyr.Al.M.68.665A.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[entrada]], [[principio]], [[comienzo]] στεναγμάτων E.<i>Io</i> 677, λόγων E.<i>Supp</i>.92, σοφισμάτων Ar.<i>Ra</i>.1104<br /><b class="num">•</b>lit. [[prólogo]] (ἐν τοῖς δράμασιν) Antiph.189.21, τῶν λόγων D.H.<i>Lys</i>.17.1, ὁ δ' εὐθὺς ἐν τῇ εἰσβολῇ ταῦτα τίθησιν Longin.38.2, ἡ εἰ. τοῦ ἐν Μυρμιδόσι προλόγου Str.13.1.70, ἐπαινεῖται δὲ ἡ εἰ. διὰ τὸ παθητικῶς [[ἄγαν]] ἔχειν E.<i>Med</i>.argumen.a.30.<br /><b class="num">2</b> [[introducción]], [[fundamento]] λεπτῶν τε κανόνων εἰσβολάς (enseñar) los fundamentos de sutiles reglas</i> del arte dramático, Ar.<i>Ra</i>.956.<br /><b class="num">III</b> abstr., c. mov. <br /><b class="num">1</b> milit. [[invasión]] o [[incursión]] κεχαραγμένος τοῖσι Ἀθηναίοισι διὰ τὴν ἐς Σάρδις ἐσβολήν Hdt.7.1, cf. 6.92, ἡ ἐς τὴν Ἀττικὴν εἰ. Th.l.c., ὑπομεῖναι τὰς εἰσβολάς Isoc.6.47, cf. 56, Luc.<i>Alex</i>.27, ἀποτεθνήκει ἐν τῇ εἰσβολῇ Oenom.4<br /><b class="num">•</b>fig. [[acceso violento]], [[asalto]], [[ataque]] τούτων (<i>sc</i>. τῶν ψευδῶν δοξῶν) Polystr.<i>Contempt</i>.20.25, esp. frec. en medic., de algunos síntomas de la enfermedad, Aret.<i>SD</i> 2.12.4, Orib.<i>Eup</i>.3.7.21, τῶν πυρετῶν Gal.7.322, <i>Hippiatr</i>.34.27, τοῦ παροξυσμοῦ Aret.<i>CA</i> 1.1.12, Gal.9.468, 646, ref. a la aceleración del pulso, Gal.9.372, a un ataque de escalofríos, Gal.11.800.<br /><b class="num">2</b> [[avenida]], [[aluvión]] de ríos τῆς δὲ τῶν ποταμῶν εἰσβολῆς ἐπικρατούσης Plb.4.40.9.
}}
}}

Revision as of 12:27, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσβολή Medium diacritics: εἰσβολή Low diacritics: εισβολή Capitals: ΕΙΣΒΟΛΗ
Transliteration A: eisbolḗ Transliteration B: eisbolē Transliteration C: eisvoli Beta Code: ei)sbolh/

English (LSJ)

ἡ, (εἰσβάλλω II)

   A inroad, invasion, Hdt.6.92, E.Ion722 (lyr.), etc.; ποταμῶν Plb.4.40.9; διὰ τὴν ἐς Σάρδις ἐσβολήν Hdt.7.1; ἐ. ποιεῖσθαι τῇ πόλει Th.8.31 codd.; irruption of false opinions, Polystr.p.19W.; of an illness, attack, Aret.SD2.12, CA1.1.    2 entrance, pass, ἐ. ἐξ ὀρέων στεινῶν ἐς πεδίον Hdt.2.75; ἡ ἐ. ἡ Ὀλυμπική the pass of Mount Olympus, Id.7.172, cf. Th.3.112; Συμπληγάδων ἐ. E.Med.1264(lyr.): pl., of Thermopylae, Hdt.7.176, cf. 1.185, 2.141, Jul.Or.2.98b.    b pl., mouth of a river, v.l. for ἐκβ. in Hdt.7.182.    3 entering upon a thing, beginning, καινὰς ἐσβολὰς ὁρῶ λόγων E.Supp.92; ἐ. στεναγμάτων Id.Ion677(lyr.); σοφισμάτων Ar.Ra.1104; κανόνων ib.956; proem, preface, of a play, Antiph.191.20, cf. D.H.Lys.17 (pl.), Longin.38.2.

German (Pape)

[Seite 741] ἡ, der Einfall, Angriff; Eur. Ion 722; Her. 6, 92; ἐς χώρην 7, 1; Thuc. oft u. A. Vom Fieber, Anfall, Medic. – Der Eingang, Zugang, Paß; ἐξ οὐρέων στεινῶν ἐς πεδίον μέγα Her. 2, 75; von den Thermopylen 7, 207; Xen. An. 1, 2, 21 u. A. – Einfluß oder Mündung eines Flusses, Her. 7, 182; Pol. 4, 40, 9. – Eingang einer Rede oder Schrift, Rhett. Aehnl. Ar. εἰσβολαὶ γάρ εἰσι πολλαὶ χ' ἅτεραι σοφισμάτων Ran. 1104; Eur. Suppl. 103 Ion 677; Antiphan. Ath. 6, 223 a.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσβολή: ἡ, (εἰσβάλλω ΙΙ) τὸ εἰσβάλλειν, εἰσβολή, εἰσόρμησις, Ἡρόδ. 6. 92, Εὐρ., κλ.· διὰ τὴν ἐς Σάρδεις ἐσβολὴν Ἡρόδ. 7. 1· ἐσβ. ποιεῖσθαι τῇ πόλει Θουκ. 8. 31· ἐπὶ ἀσθενείας, προσβολή, Ἀρεταῖος π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12, Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1. 2) εἴσοδος, διάβασις, πέρασμα, ἐσβ. ἐξ οὐρέων στεινῶν ἐς τὸ πεδίον Ἡρόδ. 2. 75· ἡ ἐσβ. ἡ Ὀλυμπική, ἡ διάβασις τοῦ Ὀλύμπου, ἡ δίοδος, ὁ αὐτ. 7. 173, ἴδε Arnold Θουκ. 3. 112· Συμπληγάδων εἰσβολὴ Εὐρ. Μήδ. 1264: - οὕτως ἐν τῷ πληθ., περὶ τῶν Θερμοπυλῶν, Ἡρόδ. 1. 176, πρβλ. 1. 185., 2. 141. β) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, τὸ στόμιον ποταμοῦ, ὁ αὐτ. 7. 182, Πολύβ. 4. 40, 9· πρβλ. ἐκβολή. 3) εἴσοδος εἴς τι πρᾶγμα οἱονδήποτε, ἀρχή, καινὰς ἐσβολὰς ὁρῶ λόγων Εὐρ. Ἱκ. 92· ἐσβ. στεναγμάτων ὁ αὐτ. Ἴων 677· σοφισμάτων Ἀριστοφ. Βάτρ. 1104· προοίμιον, πρόλογος δράματος, Ἀντιφάνης ἐν «Ποιήσει» 1. 20, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Λυσ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
ion. et anc. att. ἐσβολή;
1 invasion, attaque;
2 entrée ; passage ; particul. embouchure d’un fleuve.
Étymologie: εἰς, βάλλω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): ἐσ- Hdt.1.185, 2.141, E.Supp.92, Th.7.18; ἐσβολά E.Io 722
I ref. lugares
1 entrada natural, vía de acceso, paso, desfiladero ἐ. ἐξ ὀρέων στεινῶν ἐς πεδίον μέγα Hdt.2.75, de las Termópilas como puerta de entrada a Grecia, Hdt.7.176, Iul.Or.3.98b, τῆς χώρης τῇ αἵ τε ἐσβολαὶ ἦσαν Hdt.1.185, δεῖ φυλάσσεσθαι τὴν ἐσβολὴν τὴν Ὀλυμπικήν Hdt.7.172, cf. Th.3.112, X.HG 6.2.1, ἐ. ... ἥ ἐστι μεταξὺ δυοῖν λόφοιν στενή Th.4.127, τηρεῖν ... τὰς εἰσβολάς Ar.Ach.1075, ἡ δὲ εἰ. ἦν ὁδὸς ἁμαξιτὸς ὀρθία X.An.1.2.21, προαποπληρώσαντες τάς τε εἰσβολάς en una ciudad, Aen.Tact.2.2, αἱ εἰς τὴν χώραν εἰσβολαί Plb.2.65.6, cf. Ctes.1b.2.3, Ph.2.119, ἐν τῇ εἰσβολῇ τῇ πρὸς θάλατταν τοῦ ὄρους I.AI 2.325, αἱ ἐκ τῆς Κελτικῆς εἰς τὴν Τυρρηνίαν εἰσβολαί Str.5.2.9, ἡ εἰ. στενόπορος Polyaen.7.27.1, εἰσβολαὶ τοῦ περιβόλου ref. al recinto sagrado de Eleusis, Aristid.Or.22.7
sent. abstr. vía de entrada, forma de entrar εἰσβολαὶ δὲ καὶ ὁδοὶ δύο τῆς πολιτείας εἰσίν hay dos vías de entrada en la política Plu.2.804c, διὰ ξύλου σταυροῦ ... ἡ εἰ. τοῦ παραδείσου Cosm.Ind.Top.2.95.
2 mar. estrecho, canal de entrada, embocadura de un puerto Συμπληγάδων πετρᾶν ἀξενωτάταν ἐσβολάν E.Med.1264, θάψαι μ' ἐπ' αὐτῷ τῷ στόματι τῆς εἰσβολῆς Ar.Ec.1109, κόλπος ἕτερος βαθύτατος, οὗ κατὰ τὴν εἰσβολὴν ἐν δεξιοῖς ἄμμος ἐστίν Peripl.M.Rubri 5.
3 umbral, puerta, acceso en edificios τῶν ἀλφίτων de los lugares donde se almacenaba el trigo que entraba en Atenas, Ar.Eq.857, cf. Sud., del Tabernáculo, Cyr.Al.M.68.665A.
II fig.
1 entrada, principio, comienzo στεναγμάτων E.Io 677, λόγων E.Supp.92, σοφισμάτων Ar.Ra.1104
lit. prólogo (ἐν τοῖς δράμασιν) Antiph.189.21, τῶν λόγων D.H.Lys.17.1, ὁ δ' εὐθὺς ἐν τῇ εἰσβολῇ ταῦτα τίθησιν Longin.38.2, ἡ εἰ. τοῦ ἐν Μυρμιδόσι προλόγου Str.13.1.70, ἐπαινεῖται δὲ ἡ εἰ. διὰ τὸ παθητικῶς ἄγαν ἔχειν E.Med.argumen.a.30.
2 introducción, fundamento λεπτῶν τε κανόνων εἰσβολάς (enseñar) los fundamentos de sutiles reglas del arte dramático, Ar.Ra.956.
III abstr., c. mov.
1 milit. invasión o incursión κεχαραγμένος τοῖσι Ἀθηναίοισι διὰ τὴν ἐς Σάρδις ἐσβολήν Hdt.7.1, cf. 6.92, ἡ ἐς τὴν Ἀττικὴν εἰ. Th.l.c., ὑπομεῖναι τὰς εἰσβολάς Isoc.6.47, cf. 56, Luc.Alex.27, ἀποτεθνήκει ἐν τῇ εἰσβολῇ Oenom.4
fig. acceso violento, asalto, ataque τούτων (sc. τῶν ψευδῶν δοξῶν) Polystr.Contempt.20.25, esp. frec. en medic., de algunos síntomas de la enfermedad, Aret.SD 2.12.4, Orib.Eup.3.7.21, τῶν πυρετῶν Gal.7.322, Hippiatr.34.27, τοῦ παροξυσμοῦ Aret.CA 1.1.12, Gal.9.468, 646, ref. a la aceleración del pulso, Gal.9.372, a un ataque de escalofríos, Gal.11.800.
2 avenida, aluvión de ríos τῆς δὲ τῶν ποταμῶν εἰσβολῆς ἐπικρατούσης Plb.4.40.9.