ᾠδή: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(Bailly1_5) |
(eksahir) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> chant, <i>en gén.</i> chant avec accompagnement d’instruments;<br /><b>2</b> action de chanter.<br />'''Étymologie:''' contr. p. [[ἀοιδή]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> chant, <i>en gén.</i> chant avec accompagnement d’instruments;<br /><b>2</b> action de chanter.<br />'''Étymologie:''' contr. p. [[ἀοιδή]]. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[canción mágica]], [[encantamiento]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 22 August 2017
English (LSJ)
ἡ, contr. for ἀοιδή,
A song, lay, ode, h.Ap.20, h.Cer.494; in Trag. (exc. that A. uses only ἀοιδή (q. v.)), of dirges, πολλὰς θρήνων ᾠδάς S.El.88 (anap.); ὀξυτόνους ᾠ. θρηνήσει Id.Aj.631 (lyr.); ᾠδὰ ἐπικήδειος E.Tr.514 (lyr.); but also of joyful songs, songs of praise, καλλίνικος Id.El.865 (lyr.); ἴακχος Id.Cyc.69 (lyr.); λύπας πολυχόρδοις ᾠ. παύειν Id.Med.197 (anap.); ᾠδὰς ὑστέροισι θήσετε Id.Supp.1225; χαίροντες ᾠδῆς . . μέλεσιν Ar.Ra.244(lyr.); ὑμεναίοις καὶ νυμφιδίοισι δέχεσθ' ᾠ. Id.Av.1729(lyr.): freq. in Pl., ᾠ. κιθαρῳδική Lg.722d; κιθαρίζειν πρὸς τὴν ᾠ. Alc.1.108a; ᾠδαὶ καὶ ἡ ἄλλη ποίησις lyric poetry and... Phdr.245a; ἐν ταῖς ᾠδαῖς καὶ μέλεσιν R.399c, cf. 398c; opp. λέξις, Lg.816d; ἐν ᾠδαῖς καὶ μύθοις καὶ λόγοις ib.664a; of poems such as those of Stesichorus on Helen, Isoc.10.64; of the various songs associated with particular employments or conditions, Clearch.37, cf. Eust.1164.10, 1236.60. 2 = ἐπῳδός, magic song, spell, Longus 2.7. 3 meton. for χορδή, Τέρπανδρος . . δέκα ζεῦξε Μοῦσαν ἐν ᾠδαῖς Tim.Pers.238. II singing, Plu.Crass.33, etc.; of birds, Arist.HA613b24.
German (Pape)
[Seite 1407] ἡ, zsgzgn statt ἀοιδή, Gesang, Gedicht, Lied; Hom. h. Ap. 20 Cer. 494; πολλὰς μὲν θρήνων ᾠδὰς ᾔσθου Soph. El. 88; Ai. 618; Eur. Phoen. 814 u. öfter; Plat. καλῆς ᾠδῆς μετέχοντα, ἣν ᾄδει, Conv. 197 e; κατὰ λέξιν τε καὶ ᾠδήν Legg. VII, 816 d, κιθαρίζειν πρὸς τὴν ᾠδήν Alc. I, 108 a; oft Ggstz von λόγος, auch vom.eigtl. lyrischen Gedichte, ἐς ᾠδάς τε καὶ τὴν ἄλλην ποίησιν Menex. 239 c; auch Zaubergesang, Schäf. Long. p. 356.
Greek (Liddell-Scott)
ᾠδή: ἡ, συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀοιδὴ (ὡς ᾄδω ἐκ τοῦ ἀείδω), ὡς καὶ νῦν, ᾆσμα, «τραγοῦδι», ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 20, εἰς Δήμ. 494· οὕτω παρὰ Τραγ. (πλὴν ὅτι ὁ Αἰσχύλος ἔχει ἀοιδή), ἐπὶ θρήνων, πολλὰς θρήνων ᾠδὰς Σοφ. Ἠλ. 88· ὀξυτόνους ᾠδὰς θρηνήσει ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 630· ᾠδὰ ἐπικήδειος Εὐρ. Τρῳ. 514· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ φαιδρῶν ᾀσμάτων καὶ χαρμοσύνων ὕμνων, καλλίνικος ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 865· ἴακχος ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 69· λύπας πολυχόρδοις ᾠδαῖς παύειν ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 197· ᾠδὰς ὑστέροισι θήσετε ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 1225· χαίροντες ᾠδῆς ἐν… μέλεσιν Ἀριστοφ. Βάτρ. 244· ὑμεναίοις καὶ νυμφιδίοισι… ᾠδαῖς ὁ αὐτ. ἐν Ὄρ. 1729· συχν. παρὰ Πλάτ., ᾠδὴ κιθαρῳδικὴ Νομ. 722D· κιθαρίζειν πρὸς τὴν ᾠδὴν Ἀλκ. 1. 108Α· ᾠδαὶ καὶ ἡ ἄλλη ποίησις, λυρικὴ ποίησις καί…, Φαῖδρ. 245Α· ἐν ταῖς ᾠδαῖς καὶ μέλεσιν Πολ. 399C, πρβλ. 398C· ἀντίθετον τῷ λέξις, Νομ. 816D ἔν τε ᾠδαῖς καὶ μύθοις καὶ λόγοις αὐτόθι 664Α· ἐπὶ σατυρικῶν ἢ σκωπτικῶν ποιημάτων, οἷα τὰ τοῦ Στησιχόρου, Ἰσοκρ. 218D· ἐπὶ τῶν διαφόρων ᾀσμάτων τὰ ὁποῖα ἀνεφέροντο εἰς ἰδιαιτέρας ἀσχολίας ἢ καταστάσεις, ἴδε Ἀθήν. 619, Εὐστ. 1164, 1236, πρβλ. Ilgen de Scol. σ. 14-41· ὡσαύτως ὡς τὸ ἐπῳδός, Λατ. carmen, μαγικὸν ᾆσμα, πρβλ. Schäf. Long. 356. II. ᾆσμα, τὸ ᾄδειν, Πλουτ. Κράσσ. 33, κτλ.· ἐπὶ πτηνῶν, ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 9. 8, 4.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 chant, en gén. chant avec accompagnement d’instruments;
2 action de chanter.
Étymologie: contr. p. ἀοιδή.