συρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(Bailly1_5)
(eksahir)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συρίξομαι, <i>réc.</i> συρίσω, <i>att.</i> συριῶ ; <i>ao.</i> ἐσύριξα, <i>réc.</i> ἐσύρισα ; <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> jouer de la flûte champêtre ; <i>en parl. de la flûte elle-même</i> résonner;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> siffler;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> chanter sur la flûte champêtre, acc.;<br /><b>2</b> siffler pour donner le signal de, acc.;<br /><b>3</b> expulser en sifflant, siffler (un acteur) acc..<br />'''Étymologie:''' DELG [[σῦριγξ]].
|btext=<i>f.</i> συρίξομαι, <i>réc.</i> συρίσω, <i>att.</i> συριῶ ; <i>ao.</i> ἐσύριξα, <i>réc.</i> ἐσύρισα ; <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> jouer de la flûte champêtre ; <i>en parl. de la flûte elle-même</i> résonner;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> siffler;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> chanter sur la flûte champêtre, acc.;<br /><b>2</b> siffler pour donner le signal de, acc.;<br /><b>3</b> expulser en sifflant, siffler (un acteur) acc..<br />'''Étymologie:''' DELG [[σῦριγξ]].
}}
{{eles
|esgtx=[[silbar]]
}}
}}

Revision as of 10:32, 22 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡρίζω Medium diacritics: συρίζω Low diacritics: συρίζω Capitals: ΣΥΡΙΖΩ
Transliteration A: syrízō Transliteration B: syrizō Transliteration C: syrizo Beta Code: suri/zw

English (LSJ)

A.Pr.357, Th.463, Hp.Int.10, E.Ion 501 (lyr.), Apollod. 3.10.2; Att. συρίττω Pl.Tht.203b, Arist.HA611b26; Dor. συρίσδω Theoc.1.3, etc.: fut.

   A συρίξομαι Luc.Bis Acc.12, etc.; συρίσω Hero Spir.1.41, Longus 2.23; συριῶ LXX Is.5.26, al.: aor. ἐσύριξα Ar. Pl.689; later ἐσύρισα Babr.114.4, Luc.Harm.2: (Συρίγγ-yw, cf. σῦριγξ):—play the σῦριγξ, pipe, ὅτε . . συρίζεις, ὦ Πάν E. l.c.; ἁδὺ δὲ καὶ τὺ συρίσδες Theoc.1.3; συρίζων ὁ κηροδέτας κάλαμος E.IT1125 (lyr.): c. acc. cogn., συρίζων ποιμνίτας ὑμεναίους Id.Alc. 576 (lyr.).    II make any whistling or hissing sound, hiss like a serpent, συρίξας ἐγώ Ar.Pl.689; ψόφος . . οἷον συριττούσης τῆς γλώττης, of the tongue sounding ς, Pl.Tht.203b; συριζόντων κατὰ πρύμναν . . πηδαλίων E.IT 431 (lyr.); of the wind, whistle, Babr. l.c.: c. acc. cogn., συρίζων φόβον A.Pr.357; φιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον βρόμον Id.Th.463.    2 hiss an actor (cf. σῦριγξ 1.2), ἐξέπιπτες ἐγὼ δ' ἐσύριττον D.18.265, cf. Timocl.2 D., Luc.Nigr.10, etc.    b c. acc. pers., hiss him, D.21.226:—Pass., Aeschin.3.76,231, Pl.Ax.368d, Aristid.Or.34(50).7.

German (Pape)

[Seite 1040] dor. συρίσδω, att. συρίττω, fut. συρίξω u. besser attisch συρίξομαι, doch findet sich auch συρίσαι, Luc. Harmon. 2, – pfeifen; eigtl. von Schlangen, Zenodot. hinter Ammon.; von der Pfeife, συρίζων ὁ κηροδέτας κάλαμος, Eur. I. T. 1175; φιμοὶ δὲ συρίζουσι, Aesch. Spt. 445; auch σμερδναῖσι γαμφηλῇσι συρίζων φόνον, Prom. 355; συρίζων ποιμνήτας ὑμεναίους, Eur. Alc. 579; auch συριζόντων κατὰ πρύμναν εὐναίων πηδαλίων, I. T. 431; συρίξας, Ar. Plut. 689; ψόφος τις μόνον οἷον συριττούσης τῆς γλώττης, Plat. Theaet. 203 b, auszischen; δήμου παίγνιον συριττόμενον, Ax. 368, d; ἐξέπιπτες, ἐγὼ δὲ ἐσύριττον, Dem. 18, 265; συρίξομαι, Luc. Nigr. 10; συριττόμενος ὑποκριτής, 8.

Greek (Liddell-Scott)

σῡρίζω: μεταγεν. Ἀττικ. συρίττω, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 192 (παρὰ τοῖς λίαν μεταγεν. συγγραφεῦσι συρίσσω), Δωρ. συρίσδω Θεόκρ. 1. 3, κτλ.· ― μέλλ. συρίξομαι Λουκ. Δὶς Κατηγ. 12, κτλ.· συρίσω Ἥρων Πνευμ. 194D, Λόγγος 2. 23· συριῶ Ἑβδ.· ― ἀόρ. ἐσύριξα Ἀριστοφ. Πλ. 689· μεταγενέστ. ἐσύρισα, Βαβρ. 114, Λουκ. Ἁρμον. 2. (Πρβλ. σῦριγξ, σύριγμα, συριγμός· Σανσκρ. svar, svr.i, svar-âmi (cant?), svar-as (sonus)· Λατιν. su-sur-rus, absurdus (πρβλ. absonus)· Σλαυ. svir-ati (tibia ca-nere)· Λιθ. sur-me (tibia)). Παίζω τὴν σύριγγα, αὐλῶ διὰ τῆς σύριγγος, ὅταν... συρίζῃς, ὦ Πὰν Εὐρ. Ἴων 500· ἁδὺ δὲ καὶ τὺ συρίσδες Θεόκρ. 1. 3· συρίζων κισσοδέτας ὁ κάλαμος Εὐρ. Ι. Τ. 1125· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., συρίζων ποιμνίτας ὑμεναίους ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 579. ΙΙ. συρίζω ὡς ὄφις (πρβλ. συριγμός), συρίξας ἐγὼ Ἀριστοφ. Πλ. 689· ψόφος... οἷον συριττούσης τῆς γλώττης, ἐπὶ τῆς γλώσσης προφερούσης τὸ σ, Πλάτ. Θεαίτ. 203Β· φιμοὶ δὲ συρίζουσι (ἴδε φιμὸς ΙΙ), Αἰσχύλ. Θήβ. 463· συριζόντων κατὰ πρύμναν... πηδαλίων Εὐρ. Ι. Τ. 431· ἐπὶ ἀνέμου, πνέω ἰσχυρῶς συρίζων, Βαβρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., συρίζων φόνον, συριγμὸν φόνου, Αἰσχύλ. Πρ. 355. 2) ἀποδοκιμάζω ὑποκριτὴν διὰ τοῦ συριγμοῦ (πρβλ. σῦριγξ Ι. 2), σύ γ’ ἐξέπιπτες ἐγώ δ’ ἐσύριττον Δημ. 315. 10, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 10, κτλ. β) μετ’ αἰτ. προσώπ., ὡς τὸ Λατ. explodere, συρίζων ἐκδιώκω, ἐκβάλλω τῆς σκηνῆς διὰ συριγμῶν, Δημ. 586. 16· καὶ ἐν τῷ παθ., Αἰσχίν. 64. 29., 86. 41, Πλάτ. Ἀξίοχ. 368D.

French (Bailly abrégé)

f. συρίξομαι, réc. συρίσω, att. συριῶ ; ao. ἐσύριξα, réc. ἐσύρισα ; pf. inus.
I. intr. 1 jouer de la flûte champêtre ; en parl. de la flûte elle-même résonner;
2 p. ext. siffler;
II. tr. 1 chanter sur la flûte champêtre, acc.;
2 siffler pour donner le signal de, acc.;
3 expulser en sifflant, siffler (un acteur) acc..
Étymologie: DELG σῦριγξ.

Spanish

silbar