κυριεύω: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(eksahir) |
(strοng) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[gobernar]], [[dominar]] | |esgtx=[[gobernar]], [[dominar]] | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[κύριος]]; to [[rule]]: [[have]] [[dominion]] [[over]], [[lord]], be [[lord]] of, [[exercise]] [[lordship]] [[over]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:42, 25 August 2017
English (LSJ)
A to be lord or master of, πάντων X.Mem.2.6.22, cf. Arist.EN1160b35; τῆς Ἀσίας X.Mem.3.5.11; μυρίων γῆς πήχεων Men.1099, cf. PEleph. 14.14 (iii B.C.), etc.; τῶν γενημάτων PTeb.105.47 (ii B.C.); τῆς θαλάττης Agatharch.5; ὧν ἁ πόλις . . κυριεύει IG5(2).510.4 (Arc., ii B.C.); κυριεύειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀνδρός D.S.1.27; σανίδων Phld.Mort.24; νεκρῶν καὶ ζώντων Ep.Rom.14.9; κρατεῖν καὶ κ. PStrassb.14.22 (iii A.D.); gain possession of, seize, ζωγρίᾳ τινῶν Plb.1.7.11, al., cf. Ph.Bel.80.41: later c. acc., τὰ σώματα καὶ τὴν βοῦν κ. PGrenf.1.21.13 (ii B.C.); τοῦ κυριεύοντος τὴν ὅλην οἰκουμένην PMag.Lond.121.838: abs., to be dominant, Chrysipp.Stoic.2.244:—Pass., to be dominated, possessed, ὑπό τινος Arist.Mir.838a10. b Astrol., of planets, κ. τοῦ σχήματος Ptol.Tetr.169, cf. Vett.Val.63.23:—Pass., οἱ -όμενοι τόποι Ptol. Tetr.112. 2 to have legal power to do, c. inf., Lex ap.Aeschin. 1.35. II ὁ κυριεύων (sc. λόγος, wh. is expressed in Arr.Epict.2.19.1), a logical puzzle, Plu.2.615a, Luc.Vit.Auct.22, etc., cf. Stoic. 2.93.
German (Pape)
[Seite 1536] Herr, Eigenthümer von Etwas, κύριος sein, Etwas in seiner Gewalt haben, gebieten über Etwas, auch sich bemächtigen; κυριευέτωσαν οἱ πρόεδροι μέχρι πεντήκοντα δραχμῶν ἐπιγράφειν, sie sollen Macht haben, eine Geldstrafe bis zu 50 Drachmen zu verhängen, Aesch. 1, 36; πάντων Xen. Hem. 2, 6, 22; τῆς Ἀσίας 3, 5, 10; βουλόμενος τῆς εἰσόδου κυριεύειν τῆς εἰς Πελοπόννησον Pol. 4, 6, 6; ἐκυρίευσαν δὲ καὶ λέμβων, sie bemächtigten sich derselben, 2, 11, 14, vgl. ζωγρείᾳ δ' ἐκυρίευσαν πλειόνων ἢ τριακοσίων 1, 7, 11; so auch a. Sp. – Auch pass., τὸν τόπον κυριεύεσθαι ὑπὸ Λευκαδίων Arist. Hirab. 97. – Ο κυριεύων war ein besonderer sophistischer Schluß, Plut. Symp. 1, 1, 5 u. öfter; Luc. vit. auct. 22 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κῡριεύω: (κύριος) εἶμαι κύριος ἢ δεσπότης, πάντων Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 22˙ τῆς Ἀσίας αὐτόθι 3. 5, 11˙ μυρίων γῆς πήχεων Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 176˙ κ. ἡ γυνὴ τοῦ ἀνδρὸς Διόδ. 1. 27˙ ὡς καὶ νῦν, λαμβάνω εἰς κατοχήν τινα, καταλαμβάνω, κυριεύω, τινὸς Πολύβ. 1. 7, 11, κτλ.˙ ― Παθ., κυριεύομαι, κατέχομαι, ὑπό τινος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 95. 1. 2) ἔχω νομικὴν δύναμιν ἢ ἐξουσίαν νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 5. 36. ΙΙ. ὁ κυριεύων, λογικὸν σόφισμα, Πλούτ. 2. 133Β., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 1. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 22, κτλ.˙ πρβλ. Menag. εἰς Διογ. Λ. 2. 108.
French (Bailly abrégé)
être maître de, gén. ; abs. avoir plein pouvoir ; ὁ κυριεύων, « le dominant », sorte d’argument sophistique.
Étymologie: κύριος.
Spanish
English (Strong)
from κύριος; to rule: have dominion over, lord, be lord of, exercise lordship over.