οἰκέτης: Difference between revisions
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
(Bailly1_4) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui fait partie de la famille : [[οἱ]] οἰκέται, les membres de la famille, <i>càd</i> la femme et les enfants;<br /><b>2</b> domestique, serviteur : [[οἱ]] οἰκέται, gens d’une maison, domestiques.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκέω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui fait partie de la famille : [[οἱ]] οἰκέται, les membres de la famille, <i>càd</i> la femme et les enfants;<br /><b>2</b> domestique, serviteur : [[οἱ]] οἰκέται, gens d’une maison, domestiques.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκέω]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[οἰκέω]]; a [[fellow]] [[resident]], i.e. [[menial]] [[domestic]]: ([[household]]) [[servant]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 25 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ
A, (οἶκος) household slave, A.Ch.737, Hdt.6.137, 7.170, Antipho 1.30, Th.2.4 ; δημόσιος οἰ. τῆς πόλεως Aeschin.1.54. 2 οἱ οἰκέται also, = οἰκετεία, household, A.Ag.732 (lyr.), Hdt.8.4, 106,142, S.Tr.908, X.Cyr.4.2.2 : hence opp. δοῦλοι, Pl.Lg.763a, 777a, 853e ; διαφέρειν φησὶ Χρύσιππος δοῦλον οἰκέτου, διὰ τὸ τοὺς ἀπελευθέρους μὲν δούλους ἔτι εἶναι, οἰκέτας δὲ τοὺς μὴ τῆς κτήσεως ἀφειμένους Stoic.3.86 : but freq. synon. with δοῦλος, Arist.Pol.1252b12, al., PLille 29.2 (iii B. C.), IG5(1).1390.77 (Andania, i B. C.) ; δοῦλος μεῖζον οἰκέτου φρονῶν Men. 796. II as epith. of Apollo, ἱερέως . . Καρνείου Βοικέτα [Β = ϝ] IG5(1).497, cf. 589,608 (Sparta). (Cf. οἰκότης.)
German (Pape)
[Seite 299] ὁ, der Hausbewohner, Hausgenosse; Aesch. Ag. 715 Ch. 726; εἴ του φίλων βλέψειεν οἰκετῶν δέμας, Soph. Trach. 904; Her. 8, 106, wo er nachher dafür τὰ τέκνα καὶ τὴν γυναῖκα setzt, vgl. 144, wie Xen. Cyr. 4, 2, 2 u. Schol. Plat. Rep. V, 246. – Gew. Diener, Haussklave, Soph. O. R. 1114 O. C. 335; εἶχον οἰκέτην βίον, Eur. Ion 1373; so Ar. Nubb. 5 u. öfter; so Her. 6, 137. 7, 170; γυναῖκες καὶ οἰκέται, Thuc. 2, 4; Plat. oft, Legg. VIII, 848 a ἓν μὲν μέρος τοῖς ἐλευθέροις, ἓν δὲ τοῖς το ύτων οἰκέταις, vgl. Theaet. 172 d; auch vrbdt er οἰκέτας τε καὶ δούλους, Legg. VI, 763 a; Xen. u. Folgde; Pol. setzt ἐξ ἀνάγκης hinzu, 39, 2, 4. Vgl. noch Ath. VI, 267 b u. Thom. Mag. v. δοὖλος.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκέτης: -ου, ὁ, (οἰκέω) δοῦλος τῆς οἰκίας, ὑπηρέτης, Ἡρόδ. 6. 137., 7. 170, Αἰσχύλ. Χο. 737, Ἀντιφῶν 114. 33, Θουκ. 2. 4˙ οἰκ. δημόσιος τῆς πόλεως Αἰσχίν. 8.27˙ - ἀλλὰ παρ’ Ἡροδ. οἱ οἰκέται, Λατ. familia, ἡ οἰκογένεια, αἱ ἐν τῇ οἰκίᾳ γυναῖκες καὶ τὰ τέκνα, 8. 4, 106, 142˙ οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. Τρ. 908, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 2˙ ἐντεῦθεν ἀντίθετον τῷ δοῦλοι, Πλάτ. Νόμ. 763Α, 777Α, 853Ε˙ δοῦλος μεῖζον οἰκέτου φρονῶν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 255˙ διαφέρειν φησὶ ... δοῦλον οἰκέτου, διὰ τὸ τοὺς ἀπελευθέρους μὲν δούλους ἔτι εἶναι, οἰκέτας δὲ τοὺς μὴ τῆς κτήσεως ἀφειμένους Ἀθήν. 267Β, πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. 644˙ ἀλλὰ συχν. συνών. τῷ δοῦλος, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 2, 5, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui fait partie de la famille : οἱ οἰκέται, les membres de la famille, càd la femme et les enfants;
2 domestique, serviteur : οἱ οἰκέται, gens d’une maison, domestiques.
Étymologie: οἰκέω.
English (Strong)
from οἰκέω; a fellow resident, i.e. menial domestic: (household) servant.