χάσμα: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(Bailly1_5) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />ouverture béante, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> gouffre, abîme;<br /><b>2</b> ouverture de la bouche.<br />'''Étymologie:''' [[χαίνω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />ouverture béante, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> gouffre, abîme;<br /><b>2</b> ouverture de la bouche.<br />'''Étymologie:''' [[χαίνω]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from a [[form]] of an [[obsolete]] [[primary]] chao (to "[[gape]]" or "[[yawn]]"); a "[[chasm]]" or [[vacancy]] ([[impassable]] [[interval]]): [[gulf]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:49, 25 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (χαίνω)
A yawning chasm, gulf, χ. μέγα, of Tartarus, Hes.Th.740; Ταρτάρου . . ἄβυσσα χ. E.Ph.1605; χ. γῆς Hdt. 7.30; τὰ χ. τῆς γῆς Pl.Phd.111e; χθονός, πέτρας, E.Ion281, IT626; σεισμοὶ καὶ χάσματα Jul.Laod. in Cat.Cod.Astr.1.134. II open, gaping mouth, χ. θηρός E.HF363 (lyr.); as forming a helmet, Id.Rh.209; of a yawning gulf, χάρυβδις . . ἄρμα περιβαλοῦσα χάσματι Id.Supp.501; Σκύλλης χάσμασιν AP11.379 (Agath.); χ. φάρυγος, of a lion, ib.6.218 (Alc.); χ. ὀδόντων Anacreont.24.4, etc. III generally, any wide opening, θυρέτρων χ. ἀχανές Parm.1.18; also, expanse, of the sky and sea, χ. πελάγεος τὸ δὴ Αἰγαῖον καλέεται Hdt. 4.85; τὸ χ. τοῦ οὐρανοῦ Pl.R.614d.
German (Pape)
[Seite 1340] ατος, τό, gähnende od. klaffende Oeffnung, Spalt, Kluft, Erdschlund; Hes. Th. 740; Eur. Suppl. 516; χάσμα εὐρωπὸν πέτρας I. T. 621; χθονός Ion 281; Ταρτάρου εἰς ἄβυσσα χάσματα Phoen. 1599; ῥαγῆναί τι τῆς γῆς καὶ γενέσθαι χάσμα Plat. Rep. II, 359 d; τὸ χάσμα τοῦ οὐρανοῦ τε καὶ τῆς γῆς X, 614 d, vgl. Phaed. 111 c; Sp.; auch der Schlund des Mundes, der Rachen, ὀδόντων, von den Löwen, Anacr. 24, 4, θηρός Eur. Herc. fur. 363, Plut. quaest. nat. 28 ὀδόντας ἐνδοτάτω ἔχουσα τοῦ χάσματος, Σκύλλης χάσμασιν Agath. 74 (XI, 379); übtr., πυλάων, App. 4, 99. – Uebh. ein weiter Raum, auch vom Himmel u. vom Meere gebraucht, Her. 4, 85.
Greek (Liddell-Scott)
χάσμα: τό, (χαίνω) ὡς καὶ νῦν, χαίνουσα ὀπὴ γῆς, ῥῆγμα γῆς, βάραθρον, χ. μέγα, ἐπὶ τοῦ Ταρεάρου, Ἡσ. Θεογ. 740· Ταρτάρου ἄβυσσα χ. Εὐρ. Φοίν. 1605· χ. γῆς Ἡρόδ. 7. 30· χ. τῆς γῆς Πλάτ. Φαίδων 111Ε, κλπ.· χθονός, πέτρας Εὐρ. Ἴων 281, Ι. Τ. 626, κλπ. ΙΙ. τὸ ἄνοιγμα τοῦ στόματος, ὡς τὸ Λατιν. rictus, χ. θηρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 363· ἐπὶ τοῦ ἀνοίγματος τῆς περικεφαλαίας, ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 209· ἐπὶ χαίνοντος βαράθρου, Χάρυβδις .. ἅρμα περιβαλοῦσα χάσματι ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 501· Σκύλλης χάσμασι Ἀνθ. Π. 11. 379· χ. φάρυγος, ἐπὶ λέοντος, αὐτόθι 6. 218· χ. ὀδόντων Ἀνακρεόντ. 24. 4· κλπ. ΙΙΙ. καθόλου, πᾶσα μεγάλη ἔκτασις, ἐκτεταμένον διάστημα, ὅθεν λέγεται ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς θαλάσσης, χάσμα πελάγεος τὸ δὴ Αἰγαῖον καλέεται Ἡρόδ. 4. 85, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 614D.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ouverture béante, particul. :
1 gouffre, abîme;
2 ouverture de la bouche.
Étymologie: χαίνω.
English (Strong)
from a form of an obsolete primary chao (to "gape" or "yawn"); a "chasm" or vacancy (impassable interval): gulf.