διανυκτερεύω: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(big3_11) |
(strοng) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[pasar la noche]], [[pernoctar]] c. pred. διανυκτερεύων ὕπαιθρος Ph.2.488, cf. Olymp.<i>Iob</i> 24.8, πυρὰ καίων D.S.13.95, ἀφεὶς τὰς ἀγκύρας D.S.20.49, κλαίων αὐτὸν I.<i>AI</i> 6.239, c. giro prep. ἐν τῇ λώβῃ Phalar.<i>Ep</i>.147.4, ἐν τοῖς ὅπλοις D.S.13.62, cf. 84, ἐν πολεμίων ὕβρει D.S.13.58, σὺν ἐκείνοις I.<i>BI</i> 1.572, ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ θεοῦ <i>Eu.Luc</i>.6.12, cf. Hdn.1.16.4, ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ στρατοπέδου Hdn.5.8.7, ἐν ἀθύροις ... οἰκίαις Hdn.8.1.5, διανυκτερεύσειν ... εἰς τὸν ἀγρὸν Ach.Tat.5.26.12, c. adv. ἐπιπολῆς οἱ διανυκτερεύοντες los que pasan la noche en la superficie</i> del mar, op. κάτω οἱ σπογγοθῆραι Plu.2.950b, [[ἐνταῦθα]] διενυκτέρευσε Plu.<i>Aem</i>.16, καλὸν μὲν διανυκτερεύειν Gal.12.840, sin rég. ἔα διανυκτερεῦσαι Gal.12.408, c. ac. de tiempo διενυκτέρευσαν μὲν ἐκείνην τὴν νύκτα παρὰ Χάρωνί τινι X.<i>HG</i> 5.4.3, διανυκτερεύσας τὰς πάσας ἡμέρας Dictys 137.20.<br /><b class="num">2</b> [[permanecer en vela]], [[velar]] διενυκτέρευε μέχρι πόρρω τῆς ἑσπέρας Ach.Tat.2.20.1.<br /><b class="num">II</b> tr. [[pasar toda la noche haciendo]] πρὸς θεὸν λιτάς Euagr.Schol.<i>HE</i> 1.21 (p.30). | |dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[pasar la noche]], [[pernoctar]] c. pred. διανυκτερεύων ὕπαιθρος Ph.2.488, cf. Olymp.<i>Iob</i> 24.8, πυρὰ καίων D.S.13.95, ἀφεὶς τὰς ἀγκύρας D.S.20.49, κλαίων αὐτὸν I.<i>AI</i> 6.239, c. giro prep. ἐν τῇ λώβῃ Phalar.<i>Ep</i>.147.4, ἐν τοῖς ὅπλοις D.S.13.62, cf. 84, ἐν πολεμίων ὕβρει D.S.13.58, σὺν ἐκείνοις I.<i>BI</i> 1.572, ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ θεοῦ <i>Eu.Luc</i>.6.12, cf. Hdn.1.16.4, ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ στρατοπέδου Hdn.5.8.7, ἐν ἀθύροις ... οἰκίαις Hdn.8.1.5, διανυκτερεύσειν ... εἰς τὸν ἀγρὸν Ach.Tat.5.26.12, c. adv. ἐπιπολῆς οἱ διανυκτερεύοντες los que pasan la noche en la superficie</i> del mar, op. κάτω οἱ σπογγοθῆραι Plu.2.950b, [[ἐνταῦθα]] διενυκτέρευσε Plu.<i>Aem</i>.16, καλὸν μὲν διανυκτερεύειν Gal.12.840, sin rég. ἔα διανυκτερεῦσαι Gal.12.408, c. ac. de tiempo διενυκτέρευσαν μὲν ἐκείνην τὴν νύκτα παρὰ Χάρωνί τινι X.<i>HG</i> 5.4.3, διανυκτερεύσας τὰς πάσας ἡμέρας Dictys 137.20.<br /><b class="num">2</b> [[permanecer en vela]], [[velar]] διενυκτέρευε μέχρι πόρρω τῆς ἑσπέρας Ach.Tat.2.20.1.<br /><b class="num">II</b> tr. [[pasar toda la noche haciendo]] πρὸς θεὸν λιτάς Euagr.Schol.<i>HE</i> 1.21 (p.30). | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[διά]] and a derivative of [[νύξ]]; to [[sit]] up the [[whole]] [[night]]: [[continue]] [[all]] [[night]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 25 August 2017
English (LSJ)
A pass the night, νύκτα X.HG5.4.3, cf. PTeb.268.73 (iii A.D.): abs., Ph.2.488, Plu.Aem.16, al.; ἐν τῇ προσευχῇ Ev.Luc. 6.12, cf. Hdn.1.16.5.
German (Pape)
[Seite 593] durchnachten, ἐκείνην τὴν νύκτα, Xen. Hall. 5, 4, 3, u. Sp.; Hdn. 5, 8, 15 ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ στρατοπέδου; τινί, mit etwas, Phalar. ep. 14.
Greek (Liddell-Scott)
διανυκτερεύω: διέρχομαι τὴν νύκτα, νύκτα Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 3, καὶ συχνὸν παρὰ Πλουτ.· πρβλ. διημερεύω.
French (Bailly abrégé)
passer toute la nuit.
Étymologie: διά, νυκτερεύω.
Spanish (DGE)
I intr.
1 pasar la noche, pernoctar c. pred. διανυκτερεύων ὕπαιθρος Ph.2.488, cf. Olymp.Iob 24.8, πυρὰ καίων D.S.13.95, ἀφεὶς τὰς ἀγκύρας D.S.20.49, κλαίων αὐτὸν I.AI 6.239, c. giro prep. ἐν τῇ λώβῃ Phalar.Ep.147.4, ἐν τοῖς ὅπλοις D.S.13.62, cf. 84, ἐν πολεμίων ὕβρει D.S.13.58, σὺν ἐκείνοις I.BI 1.572, ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ θεοῦ Eu.Luc.6.12, cf. Hdn.1.16.4, ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ στρατοπέδου Hdn.5.8.7, ἐν ἀθύροις ... οἰκίαις Hdn.8.1.5, διανυκτερεύσειν ... εἰς τὸν ἀγρὸν Ach.Tat.5.26.12, c. adv. ἐπιπολῆς οἱ διανυκτερεύοντες los que pasan la noche en la superficie del mar, op. κάτω οἱ σπογγοθῆραι Plu.2.950b, ἐνταῦθα διενυκτέρευσε Plu.Aem.16, καλὸν μὲν διανυκτερεύειν Gal.12.840, sin rég. ἔα διανυκτερεῦσαι Gal.12.408, c. ac. de tiempo διενυκτέρευσαν μὲν ἐκείνην τὴν νύκτα παρὰ Χάρωνί τινι X.HG 5.4.3, διανυκτερεύσας τὰς πάσας ἡμέρας Dictys 137.20.
2 permanecer en vela, velar διενυκτέρευε μέχρι πόρρω τῆς ἑσπέρας Ach.Tat.2.20.1.
II tr. pasar toda la noche haciendo πρὸς θεὸν λιτάς Euagr.Schol.HE 1.21 (p.30).
English (Strong)
from διά and a derivative of νύξ; to sit up the whole night: continue all night.