ὠρύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(SL_2)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ὠρῡομαι</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[shout]] ὄρθιον ὤρῦσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ [[γεγάμεν]] εὔχειρα (ὄρουσαι, ὤρουσαι vv. ll.) (O. 9.109)
|sltr=<b>ὠρῡομαι</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[shout]] ὄρθιον ὤρῦσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ [[γεγάμεν]] εὔχειρα (ὄρουσαι, ὤρουσαι vv. ll.) (O. 9.109)
}}
{{StrongGR
|strgr=[[middle]] [[voice]] of an [[apparently]] [[primary]] [[verb]]; to "[[roar]]": [[roar]].
}}
}}

Revision as of 17:51, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠρύομαι Medium diacritics: ὠρύομαι Low diacritics: ωρύομαι Capitals: ΩΡΥΟΜΑΙ
Transliteration A: ōrýomai Transliteration B: ōryomai Transliteration C: oryomai Beta Code: w)ru/omai

English (LSJ)

[ῡ], fut.

   A -ύσομαι LXX Ho.11.10: aor. ὠρῡσάμην Pi.O.9.109:—Ion. and poet. Verb, very rarely used in Att. (v. infr.), howl, prop. of wolves and dogs, Call.Fr.423, Theoc.2.35, Coluth. 116, D.S.1.87; of lions, roar, A.R.4.1339; of animals generally, Plu.2.973a, LXX Wi.17.19; ὄρθιον ὤρυσαι Pi.l.c., cf. LXX Ps.37(38).9; of primitive folk, either in mourning, Hdt.3.117, or in joy, Id.4.75; ὥσπερ ἀπόπληκτοι . . ὠρύονται Pl.Com.130; of the sea, D.P.83.    II trans., howl over, τῆνον μὰν θῶες, τῆνον λύκοι ὠ. Theoc.1.71; ὠ. ἐπί τινι Luc.DMort.10.13.—The Act. only in AP11.31 (Antip., dub.l.), Suid. (Skt. rauti (pl. ruvanti), ruváti 'bellow', Lat. ru-mor, Slav. rev-ą, raju-ti.)

Greek (Liddell-Scott)

ὠρύομαι: [ῡ], ἀόρ. ὠρῡσάμην· ἀποθ.· - Ἰων. καὶ ποιητικ. ῥῆμα λίαν σπανίων ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττικ. (ἴδε κατωτέρω), «οὐρλιάζω», κυρίως ἐπὶ λύκων καὶ κυνῶν, Θεόκρ. 2. 34, Κόλουθ. 116, Διόδ. 1. 87, πρβλ. ὠρυγὴ καὶ ἴδε κατωτ. ΙΙ· -ὡσαύτως ἐπὶ λεόντων, βρυχῶμαι, Λατ. rugire, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1339, Καλλ. Ἀποσπ. 423, Πλούτ., κτλ.· ἐπὶ ζῴων καθόλου, ὁ αὐτ. 1. 973Α, Ἑβδ.· -ἐπὶ ἀνθρώπων, ὄρθιον ὤρυσαι Πινδ. Ο. 9. 163· ἐπὸ ἀγρίων ἀνθρώπων εἴτε πενθούντων, Ἡρόδ. 3. 117, εἴτε χαιρόντων, ὁ αὐτ. 4. 75· οὕτως, ὥσπερ ἀπόπληκτοι.. ὠρύονται Πλάτων Κωμικ. ἐν «Σκευαῖς» 1· τέλος ἐπὶ θαλάσσης, Διονύσ. Περιηγ. 83, Ἀνθ. Παλατ. 11. 31. ΙΙΙ μεταβ., μετὰ ὠρυγμῶν κλαίω τινά, τῆνον μὲν θῶες, τῆνον λύκοι ὠρ. Θεόκρ. 1. 71· οὕτως, ὠρ. ἐπί τινι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 13· περί τινα Βίων 1. 18. -Τὸ ἐνεργ. μόνον ἐν Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ., Χρησμ. Σιβ. 8. 340, καὶ Σουΐδ. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λ. ὠρυθμός, ὠρυγή, ὠρυγμός, -μα, ὀρυμαγδός, ὀρύεται (= ὑλακτεῖ, Ἡσύχ.)· Σανσκρ. ru, râu-mi (rudo), vi-ru, (ululare) Λατιν. ru-mor, ra-viw, rau-cus· Σλαυ. rev-a, ἀπαρέμφ. rju-ti (μυκᾶσθαι).)

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. et ao. ὠρυσάμην;
hurler en parl. de loups, de lions ; p. anal. :
1 pousser des hurlements de douleur : ἐπί τινι, τινά, au sujet de qqn;
2 pousser des cris de joie véhéments.
Étymologie: R. Ῥυ, gronder ; cf. lat. rumor, ravis, raucus.

English (Slater)

ὠρῡομαι
   1 shout ὄρθιον ὤρῦσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα (ὄρουσαι, ὤρουσαι vv. ll.) (O. 9.109)

English (Strong)

middle voice of an apparently primary verb; to "roar": roar.