τρέμω: Difference between revisions

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
(strοng)
(T22)
Line 24: Line 24:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=strengthened from a [[primary]] treo (to "[[dread]]", "[[terrify]]"); to "[[tremble]]" or [[fear]]: be [[afraid]], [[trembling]].
|strgr=strengthened from a [[primary]] treo (to "[[dread]]", "[[terrify]]"); to "[[tremble]]" or [[fear]]: be [[afraid]], [[trembling]].
}}
{{Thayer
|txtha=used [[only]] in the [[present]] and [[imperfect]]; from [[Homer]] [[down]]; to [[tremble]]: [[with]] a participle (cf. Winer s Grammar, § 45,4a.; (Buttmann, § 144,15a.)), to [[fear]], be [[afraid]], [[φοβέω]], at the [[end]].)
}}
}}

Revision as of 18:08, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρέμω Medium diacritics: τρέμω Low diacritics: τρέμω Capitals: ΤΡΕΜΩ
Transliteration A: trémō Transliteration B: tremō Transliteration C: tremo Beta Code: tre/mw

English (LSJ)

only pres. and impf., exc. pf.

   A τετρέμηκα EM606.50:— tremble, quake, quiver, τρέμε δ' οὔρεα μακρὰ καὶ ὕλη ποσσὶν ὑπ' ἀθανάτοισι Il.13.18, cf. Call.Del.137; ὠλένας τρέμων ἄκρας quivering in... E.IT283; τρέμουσα κῶλα Id.Med.1169; τρέμει [ἡ φωνή] Arist.Pr.906a17; of persons, τρέμειν τὴν φωνήν ib.948a35; shiver, in the cold stage of malaria, Hp.Flat.8.    II esp. tremble with fear, ὑπὸ δ' ἔτρεμε γυῖα Il.10.390, cf. Od.11.527; φόβῳ, φρίκῃ τ., E.Ion1452 (lyr.), Tr. 1026: then simply, tremble, be afraid, δεδιὼς καὶ τ. D.18.263; τ. τῷ δέει τί πείσεται Alex.110.6.    2 c. inf., tremble or fear to do, A.Th. 419 (lyr.), S.OC128 (lyr.); also τρέμων τὸν ἄνδρ' ἔφευγε μὴ κτάνοι Id.OT947, cf. E.Andr.808,1057.    3 c. acc., tremble at, fear, S.OC256, E.El.643, etc.; τ. τὸ πρᾶγμα Ar.Ach.494; τὰ πράγματα Id.Eq.265 (troch.); τὸ μέλλον Pl.Prm.137a; [τῆς εὐδαιμονίας] ἕνεκα τ. Antipho 2.4.9; περὶ τῆς εὐδαιμονίας Id.2.3.8, cf. Pl.R.554d. (Cf. Lat. tremo, Lith. trimù, triìmti 'shiver'.)

German (Pape)

[Seite 1136] nur im praes. u. impf. gebräuchlich, zittern, erzittern, beben; τρέμε δ' οὔρεα μακρὰ καὶ ὕλη ποσσὶν ὑπ' ἀθανάτοισιν, Il. 13, 18; auch von einem leicht flatternden Gewande, 21, 507; bes. vor Furcht zittern, 10, 390 Od. 11, 527; von einem Trunkenen, Anacr. 1, 9; a. sp. D., wie Agath. 11 (V, 269). – Uebh. sich fürchten, τρέμω ἰδέσθαι, Aesch. Spt. 401; κορᾶν ἃς τρέμομεν λέγειν, Soph. O. C. 128; τοῦτον Οἰδίπους πάλαι τρέμων τὸν ἄνδρ' ἔφευγε μὴ κτάνοι, O. R. 947; πόσιν τρέμουσα, Eur. Andr. 809; τρέμουσα κῶλα, Med. 1169; ἀνὴρ οὐ τρέμει τὰ πράγματα, Ar. Ach. 469, vgl. Equ. 265; u. in Prosa: περί τινος, Plat. Rep. VIII, 554 d; τὸ μέλλον, Parm. 137 a; Dem. u. Folgde, wie Luc. Tyrannic. 21.

Greek (Liddell-Scott)

τρέμω: μόνον κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατ.· πρκμ. τετρέμηκα ἐν τῷ Μέγ. Ἐτυμ. (Ἐκ τῆς √ ΤΡΕΜ παράγονται ὡσαύτως τὰ τετρεμαίνω, ἀτρέμας, τρομέω, τρομερός, πρβλ. Λατ. trem-o, trem-or, trem-ulus· Λιθ. trim-u (tremo).) Ὡς καὶ νῦν, τρέμω, σείομαι, τρέμε δ᾿ οὔρεα μακρὰ καὶ ὕλη ποσὶν ὑπ᾿ ἀθανάτοισιν Ἰλ. Ν. 18, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 137, (ἴδε ἀμφιτρέμω)· ὠλένας τρέμων ἄκρας… Εὐρ. Ι. Τ. 283· τρέμουσα κῶλα ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1169· τρέμει ἡ φωνὴ Ἀριστ. Προβλ. 11. 62· καὶ ἐπὶ προσώπων, τρέμειν τὴν φωνὴν αὐτόθι. ΙΙ. μάλιστα, τρέμω ἐκ φόβου, Ἰλ. Κ. 390. Ὀδ. Λ. 527· φόβῳ, φρίκῃ τρ. Εὐρ. Ἴων 1452, Τρῳ. 1026· ἀκολούθως ἁπλῶς τρέμω, εἶμαι πεφοβημένος, δεδιὼς καὶ τρ. Δημ. 314. 24. 2) μετ᾿ ἀπαρεμ. ὡς τὸ τρομέω, τρέμω ἢ φοβοῦμαι νὰ πράξω τι, Αἰσχύλ. Θήβ. 419, Σοφ. Ο. Κ. 129· οὕτω καί, τρ. μὴ κτάνῃ τὸν ἄνδρα ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 947, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 808, 1057. 3) μετ᾿ αἰτ., τρέμω τι, τὸ φοβοῦμαι, Σοφ. Ο. Κ. 256, Εὐρ. Ἠλ. 643, κλπ.· τρ. τὸ πρᾶγμα Ἀριστοφ. Ἀχ. 489· τὰ πράγματα ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 266· τὸ μέλλον Πλάτ. Παρμ. 137Α· ‒ ὡσαύτως, τρ. ἕνεκά τινος, Ἀντιφῶν 120. 11· περί τινος ὁ αὐτ. 118. 35, Πλάτ. Πολ. 554D.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
1 trembler, s’agiter, s’ébranler;
2 trembler de crainte : τι au sujet de ch ; avec l’inf. craindre de ; avec μή : craindre que.
Étymologie: R. Τρεμ, trembler ; cf. lat. tremo.

English (Autenrieth)

(cf. tremo): tremble.

English (Strong)

strengthened from a primary treo (to "dread", "terrify"); to "tremble" or fear: be afraid, trembling.

English (Thayer)

used only in the present and imperfect; from Homer down; to tremble: with a participle (cf. Winer s Grammar, § 45,4a.; (Buttmann, § 144,15a.)), to fear, be afraid, φοβέω, at the end.)