χριστιανός: Difference between revisions

From LSJ

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source
(Bailly1_5)
(47b)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />chrétien.<br />'''Étymologie:''' [[χριστός]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />chrétien.<br />'''Étymologie:''' [[χριστός]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. χριστιανή, ΝΜΑ, και ως επίθ. [[χριστιανός]], -ή, -όν, ΜΑ<br /><b>ως ουσ.</b> ο [[πιστός]] που ασπάζεται τον χριστιανισμό, που πιστεύει στη [[θρησκεία]] του Ιησού Χριστού (α. «[[χριστιανός]] [[ορθόδοξος]]» β. «[[χριστιανός]] [[ρωμαιοκαθολικός]]» γ. «[[χριστιανός]] διαμαρτυρόμενος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[επιεικής]], [[πράος]], [[φιλάνθρωπος]] («[[είναι]] [[χριστιανός]], [[πάντα]] [[κοντά]] στους φτωχούς και τους αρρώστους»)<br />β) ([[συχνά]] σε φράσεις που δηλώνουν [[δυσφορία]]) [[άνθρωπος]] (α. «άφησέ με χριστιανέ μου να [[κάνω]] τη δουλειά μου» β. «τί θέλει ο [[χριστιανός]] και σέ ενοχλεί;»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αν είσαι [[χριστιανός]]» — αν πιστεύεις στον Χριστό, για όνομα του Θεού<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «χριστιανοί του αγίου Θωμά»<br /><b>εκκλ.</b> οι θωμαϊστές<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που αρμόζει στον πιστό του Χριστού και της διδασκαλίας του, [[χριστιανικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χριστιανῶς</i> ΜΑ<br /><b>εκκλ.</b> όπως αρμόζει σε χριστιανό, [[χριστιανικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Χριστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[χριστός]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιανός</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>ανός</i>].
}}
}}

Revision as of 06:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χριστιᾱνός Medium diacritics: χριστιανός Low diacritics: χριστιανός Capitals: ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Transliteration A: christianós Transliteration B: christianos Transliteration C: christianos Beta Code: xristiano/s

English (LSJ)

ὁ,

   A Christian, Act.Ap.11.26, 26.28, 1 Ep.Pet.4.16, etc. Adv. -νῶς, ζῆν Porph. ap. Eus.PE6.19.

German (Pape)

[Seite 1377] ὁ, der Anhänger der christlichen Lehre, der Christ, K. S.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
chrétien.
Étymologie: χριστός.

Greek Monolingual

ο, θηλ. χριστιανή, ΝΜΑ, και ως επίθ. χριστιανός, -ή, -όν, ΜΑ
ως ουσ. ο πιστός που ασπάζεται τον χριστιανισμό, που πιστεύει στη θρησκεία του Ιησού Χριστού (α. «χριστιανός ορθόδοξος» β. «χριστιανός ρωμαιοκαθολικός» γ. «χριστιανός διαμαρτυρόμενος»)
νεοελλ.
1. μτφ. α) επιεικής, πράος, φιλάνθρωποςείναι χριστιανός, πάντα κοντά στους φτωχούς και τους αρρώστους»)
β) (συχνά σε φράσεις που δηλώνουν δυσφορία) άνθρωπος (α. «άφησέ με χριστιανέ μου να κάνω τη δουλειά μου» β. «τί θέλει ο χριστιανός και σέ ενοχλεί;»)
2. φρ. «αν είσαι χριστιανός» — αν πιστεύεις στον Χριστό, για όνομα του Θεού
νεοελλ.-μσν.
φρ. «χριστιανοί του αγίου Θωμά»
εκκλ. οι θωμαϊστές
μσν.-αρχ.
ως επίθ. αυτός που αρμόζει στον πιστό του Χριστού και της διδασκαλίας του, χριστιανικός.
επίρρ...
χριστιανῶς ΜΑ
εκκλ. όπως αρμόζει σε χριστιανό, χριστιανικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός (< χριστός) + κατάλ. -ιανός (βλ. λ. -ανός].