αμμοδοχείο: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br />[[δοχείο]] που περιέχει άμμο και ειδικότερα: 1. [[δοχείο]] με λεπτή άμμο, η οποία ριχνόταν [[επάνω]] στα νωπά χειρόγραφα για να στεγνώσει η [[μελάνη]]<br /><b>2.</b> [[πτυελοδοχείο]] που περιέχει άμμο ([[αλλιώς]] αμμοθήκη και αμμουδερό).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το<br />[[δοχείο]] που περιέχει άμμο και ειδικότερα: 1. [[δοχείο]] με λεπτή άμμο, η οποία ριχνόταν [[επάνω]] στα νωπά χειρόγραφα για να στεγνώσει η [[μελάνη]]<br /><b>2.</b> [[πτυελοδοχείο]] που περιέχει άμμο ([[αλλιώς]] αμμοθήκη και αμμουδερό).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο [[ελληνικός]] όρος πλάστηκε <span style="color: red;"><</span> [[άμμος]] <span style="color: red;">+</span> [[δοχείο]](<i>ν</i>), απαντά δε για πρώτη [[φορά]] στο ελληνογαλλικό [[λεξικό]] του φιλολόγου Νικολάου Κοντόπουλου]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
το
δοχείο που περιέχει άμμο και ειδικότερα: 1. δοχείο με λεπτή άμμο, η οποία ριχνόταν επάνω στα νωπά χειρόγραφα για να στεγνώσει η μελάνη
2. πτυελοδοχείο που περιέχει άμμο (αλλιώς αμμοθήκη και αμμουδερό).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < άμμος + δοχείο(ν), απαντά δε για πρώτη φορά στο ελληνογαλλικό λεξικό του φιλολόγου Νικολάου Κοντόπουλου].