ετοιμάζω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
(14)
 
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἑτοιμάζω]]) [[έτοιμος]]<br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] έτοιμο, [[ετοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], [[αποτελειώνω]], [[καταρτίζω]] («ἐμοὶ [[γέρας]] αὐτίχ' ἑτοιμάσατ'», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ετοιμάζομαι</i><br />α) παρασκευάζομαι να [[κάνω]] [[κάτι]], προετοιμάζομαι, καθίσταμαι [[έτοιμος]]<br />i. «ετοιμάζομαι για τις εξετάσεις»<br />ii. (με τη σημ. του ενεργ.) [[κάνω]] [[κάτι]] ή κάποιον έτοιμο («ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> ετοιμάζομαι από άλλον, [[γίνομαι]] [[έτοιμος]] από κάποιον («ἑτοιμασθήσεται ἐν δικαιοσύνῃ ὁ [[θρόνος]] σου», ΠΔ)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταρτίζω]] κάποιον, τον [[δασκαλεύω]] («τον ετοίμασα για να αντιμετωπίζει τη ζωή»)<br /><b>2.</b> [[σχεδιάζω]], έχω προγραμματίσει [[κάτι]] («τί ετοιμάζεις;»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[τόπο]] ή χρόνο) προκαθορίζω<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για σπίτια) [[συγυρίζω]], [[ευτρεπίζω]] («καὶ δῶμ' ἑτοίμαζ' ὡς συνοικήσουσά μοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πλοία) [[εξοπλίζω]], [[αρματώνω]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[στέρεο]], [[ασφαλίζω]] («ὡς νῡν ἡτοίμασε [[κύριος]] τὴν βασιλείαν σου ἐπὶ Ἰσραήλ», ΠΔ).
|mltxt=(ΑΜ [[ἑτοιμάζω]]) [[έτοιμος]]<br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] έτοιμο, [[ετοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], [[αποτελειώνω]], [[καταρτίζω]] («ἐμοὶ [[γέρας]] αὐτίχ' ἑτοιμάσατ'», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ετοιμάζομαι</i><br />α) παρασκευάζομαι να [[κάνω]] [[κάτι]], προετοιμάζομαι, καθίσταμαι [[έτοιμος]]<br />i. «ετοιμάζομαι για τις εξετάσεις»<br />ii. (με τη σημ. του ενεργ.) [[κάνω]] [[κάτι]] ή κάποιον έτοιμο («ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> ετοιμάζομαι από άλλον, [[γίνομαι]] [[έτοιμος]] από κάποιον («ἑτοιμασθήσεται ἐν δικαιοσύνῃ ὁ [[θρόνος]] σου», ΠΔ)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταρτίζω]] κάποιον, τον [[δασκαλεύω]] («τον ετοίμασα για να αντιμετωπίζει τη ζωή»)<br /><b>2.</b> [[σχεδιάζω]], έχω προγραμματίσει [[κάτι]] («τί ετοιμάζεις;»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[τόπο]] ή χρόνο) προκαθορίζω<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για σπίτια) [[συγυρίζω]], [[ευτρεπίζω]] («καὶ δῶμ' ἑτοίμαζ' ὡς συνοικήσουσά μοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πλοία) [[εξοπλίζω]], [[αρματώνω]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[στέρεο]], [[ασφαλίζω]] («ὡς νῦν ἡτοίμασε [[κύριος]] τὴν βασιλείαν σου ἐπὶ Ἰσραήλ», ΠΔ).
}}
}}

Latest revision as of 09:00, 27 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ ἑτοιμάζω) έτοιμος
1. ενεργ. κάνω κάποιον ή κάτι έτοιμο, ετοιμάζω, παρασκευάζω, αποτελειώνω, καταρτίζω («ἐμοὶ γέρας αὐτίχ' ἑτοιμάσατ'», Ομ. Ιλ.)
2. μέσ. ετοιμάζομαι
α) παρασκευάζομαι να κάνω κάτι, προετοιμάζομαι, καθίσταμαι έτοιμος
i. «ετοιμάζομαι για τις εξετάσεις»
ii. (με τη σημ. του ενεργ.) κάνω κάτι ή κάποιον έτοιμο («ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους», Ομ. Ιλ.)]
3. παθ. ετοιμάζομαι από άλλον, γίνομαι έτοιμος από κάποιον («ἑτοιμασθήσεται ἐν δικαιοσύνῃ ὁ θρόνος σου», ΠΔ)
μσν.- νεοελλ.
1. καταρτίζω κάποιον, τον δασκαλεύω («τον ετοίμασα για να αντιμετωπίζει τη ζωή»)
2. σχεδιάζω, έχω προγραμματίσει κάτι («τί ετοιμάζεις;»)
μσν.
(για τόπο ή χρόνο) προκαθορίζω
αρχ.
1. (για σπίτια) συγυρίζω, ευτρεπίζω («καὶ δῶμ' ἑτοίμαζ' ὡς συνοικήσουσά μοι», Ευρ.)
2. (για πλοία) εξοπλίζω, αρματώνω
3. κάνω κάτι στέρεο, ασφαλίζω («ὡς νῦν ἡτοίμασε κύριος τὴν βασιλείαν σου ἐπὶ Ἰσραήλ», ΠΔ).