αθέμιτος: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α ἀθέμιτος, -ον)<br />αυτός που παραβαίνει τους νόμους, τα καθιερωμένα, την [[ηθική]] [[τάξη]], μη [[θεμιτός]], [[άνομος]], [[ανήθικος]]<br /><b>φρ.</b> «[[αθέμιτος]] [[ανταγωνισμός]]», «αθέμιτοι πράξεις», «αθέμιτοι εταιρείαι», «αθέμιτα έργα»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «άρρητα αθέμιτα» (ή [[κατά]] [[παρετυμολογία]] «άρρατα θέματα»), ανοησίες, άλλα [[αντί]] άλλων<br />«θεμιτά κι αθέμιτα», [[νόμιμα]] και [[παράνομα]], με [[κάθε]] [[μέσο]] ή τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασεβής]], [[ανόσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α ἀθέμιτος, -ον)<br />αυτός που παραβαίνει τους νόμους, τα καθιερωμένα, την [[ηθική]] [[τάξη]], μη [[θεμιτός]], [[άνομος]], [[ανήθικος]]<br /><b>φρ.</b> «[[αθέμιτος]] [[ανταγωνισμός]]», «αθέμιτοι πράξεις», «αθέμιτοι εταιρείαι», «αθέμιτα έργα»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «άρρητα αθέμιτα» (ή [[κατά]] [[παρετυμολογία]] «άρρατα θέματα»), ανοησίες, άλλα [[αντί]] άλλων<br />«θεμιτά κι αθέμιτα», [[νόμιμα]] και [[παράνομα]], με [[κάθε]] [[μέσο]] ή τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασεβής]], [[ανόσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[θέμις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀθεμιτόγαμος</i>, [[ἀθεμιτομιξία]], [[ἀθεμιτοφάγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αθεμιτοποιός</i>, [[αθεμιτοπραγία]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:40, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀθέμιτος, -ον)
αυτός που παραβαίνει τους νόμους, τα καθιερωμένα, την ηθική τάξη, μη θεμιτός, άνομος, ανήθικος
φρ. «αθέμιτος ανταγωνισμός», «αθέμιτοι πράξεις», «αθέμιτοι εταιρείαι», «αθέμιτα έργα»
νεοελλ.
φρ. «άρρητα αθέμιτα» (ή κατά παρετυμολογία «άρρατα θέματα»), ανοησίες, άλλα αντί άλλων
«θεμιτά κι αθέμιτα», νόμιμα και παράνομα, με κάθε μέσο ή τρόπο
αρχ.
ασεβής, ανόσιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + θέμις.
ΠΑΡ. μσν. ἀθεμιτόγαμος, ἀθεμιτομιξία, ἀθεμιτοφάγος
νεοελλ.
αθεμιτοποιός, αθεμιτοπραγία].