ζωστός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(16)
m (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zostos
|Transliteration C=zostos
|Beta Code=zwsto/s
|Beta Code=zwsto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">girded</b>, ὑπένδυμα <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>32</span>, cf.<span class="bibl">X.Eph.1.2</span>, Hsch.s.v. [[ζῶστρα]].</span>
|Definition=ζωστή, ζωστόν, [[girded]], ὑπένδυμα Plu.''Alex.''32, cf.X.Eph.1.2, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[s.v.]] [[ζῶστρα]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1145.png Seite 1145]] gegürtet, umzugürten, [[ἐπένδυμα]] Plut. Al. 32.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1145.png Seite 1145]] gegürtet, umzugürten, [[ἐπένδυμα]] Plut. Al. 32.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ζωστός''': , -όν, ([[ζώννυμι]]) ἐζωσμένος, Πλούτ. Ἀλεξ. 32, Ἡσύχ.
|btext=ή, όν :<br />[[serré autour du corps]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ζώννυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=ζωστός -ή -όν [ζώννυμι] [[omgord]], [[rondom ingesnoerd]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br />serré autour du corps.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ζώννυμι]].
|elrutext='''ζωστός:''' [adj. verb. к [[ζώννυμι]] надеваемый на талию, опоясывающий ([[ἐπένδυμα]] τῶν Σικελικῶν Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ζωστός]], -ή, -όν)<br />ο ζωσμένος («ζωστό [[ξίφος]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> (στο <b>Βυζ.</b>) <i>ἡ ζωστή</i><br />[[τίτλος]] και [[αξίωμα]] τών δεσποινών της βασιλικής αυλής τών οποίων [[έργο]] ήταν να ντύνουν και να καλλωπίζουν τη [[βασίλισσα]], η [[κοσμήτρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματ. επίθ. σε -<i>τός</i> του ρ. [[ζώννυμι]] που αντιστοιχεί στο αβεστ. <i>y</i><i>ā</i>-<i>sta</i>-, λιθ. <i>juostas</i> και ανάγεται σε IE <i>i</i><i>ō</i><i>s</i>-<i>tos</i> «ζωσμένος»].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ζωστός]], -ή, -όν)<br />ο ζωσμένος («ζωστό [[ξίφος]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> (στο <b>Βυζ.</b>) <i>ἡ ζωστή</i><br />[[τίτλος]] και [[αξίωμα]] τών δεσποινών της βασιλικής αυλής τών οποίων [[έργο]] ήταν να ντύνουν και να καλλωπίζουν τη [[βασίλισσα]], η [[κοσμήτρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματ. επίθ. σε -<i>τός</i> του ρ. [[ζώννυμι]] που αντιστοιχεί στο αβεστ. <i>y</i><i>ā</i>-<i>sta</i>-, λιθ. <i>juostas</i> και ανάγεται σε IE <i>i</i><i>ō</i><i>s</i>-<i>tos</i> «ζωσμένος»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζωστός:''' -ή, -όν ([[ζώννυμι]]), ζωσμένος, αυτός που έχει φορέσει [[ζώνη]] ή [[λωρίδα]] υφάσματος γύρω από τη [[μέση]] του, σε Πλούτ.
}}
{{ls
|lstext='''ζωστός''': -ή, -όν, ([[ζώννυμι]]) ἐζωσμένος, Πλούτ. Ἀλεξ. 32, Ἡσύχ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ζωστός]], ή, όν [[ζώννυμι]]<br />[[girded]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:10, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωστός Medium diacritics: ζωστός Low diacritics: ζωστός Capitals: ΖΩΣΤΟΣ
Transliteration A: zōstós Transliteration B: zōstos Transliteration C: zostos Beta Code: zwsto/s

English (LSJ)

ζωστή, ζωστόν, girded, ὑπένδυμα Plu.Alex.32, cf.X.Eph.1.2, Hsch. s.v. ζῶστρα.

German (Pape)

[Seite 1145] gegürtet, umzugürten, ἐπένδυμα Plut. Al. 32.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
serré autour du corps.
Étymologie: adj. verb. de ζώννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζωστός -ή -όν [ζώννυμι] omgord, rondom ingesnoerd.

Russian (Dvoretsky)

ζωστός: [adj. verb. к ζώννυμι надеваемый на талию, опоясывающий (ἐπένδυμα τῶν Σικελικῶν Plut.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ζωστός, -ή, -όν)
ο ζωσμένος («ζωστό ξίφος»)
μσν.
το θηλ. ως ουσ. (στο Βυζ.) ἡ ζωστή
τίτλος και αξίωμα τών δεσποινών της βασιλικής αυλής τών οποίων έργο ήταν να ντύνουν και να καλλωπίζουν τη βασίλισσα, η κοσμήτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. σε -τός του ρ. ζώννυμι που αντιστοιχεί στο αβεστ. yā-sta-, λιθ. juostas και ανάγεται σε IE iōs-tos «ζωσμένος»].

Greek Monotonic

ζωστός: -ή, -όν (ζώννυμι), ζωσμένος, αυτός που έχει φορέσει ζώνη ή λωρίδα υφάσματος γύρω από τη μέση του, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

ζωστός: -ή, -όν, (ζώννυμι) ἐζωσμένος, Πλούτ. Ἀλεξ. 32, Ἡσύχ.

Middle Liddell

ζωστός, ή, όν ζώννυμι
girded, Plut.