τριακοντούτης: Difference between revisions
(12) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=triakontoytis | |Transliteration C=triakontoytis | ||
|Beta Code=triakontou/ths | |Beta Code=triakontou/ths | ||
|Definition=τρῐᾱκοντ-οῦτις, < | |Definition=τρῐᾱκοντ-οῦτις, v. [[τριακονταέτης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες ; <i>gén.</i> εος;<br />[[qui dure trente ans]].<br />'''Étymologie:''' [[τριάκοντα]], [[ἔτος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τριακοντούτης -ες, gen. -ου, f. τριακοντοῦτις, zie τριακονταέτης. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<b class="num">1</b> [ᾱκ], ες, <i>[[dreißigjährig]]</i>; αἱ τριακοντούτεις σπονδαί, Thuc. 1.23, 115, 2.2. Vgl. [[τριακονταέτης]] und [[τριακοντοῦτις]].<br /><b class="num">2</b> [ᾱκ], ὁ, = [[τριακονταέτης]], Plat. <i>Rep</i>. VII.539a; Poll. 1.56. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τριᾱκοντούτης:''' Thuc. = [[τριακονταετής]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τριᾱκοντούτης''': -οῦτις, ἴδε [[τριακονταετής]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες / [[τριακοντούτης]], -οῦτες, ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. θηλ. [[τριακοντούτις]] Ν, και [[τριακονταέτηρος]], -ον, Μ, και τ. θηλ. τριακοντοῦτις, -ούτιδος, Α<br />ο [[τριακονταετής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριακοντοέτης]] <span style="color: red;"><</span> [[τριάκοντα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ετης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), με [[συναίρεση]] του ληκτικού φωνήεντος του α' συνθετικού και του αρκτικού -<i>ε</i>- του β' συνθετικού ([[πρβλ]]. [[πεντηκοντούτης]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τριᾱκοντούτης:''' -οῦτις, βλ. τριακοντα-ετής. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:40, 11 May 2023
English (LSJ)
τρῐᾱκοντ-οῦτις, v. τριακονταέτης.
French (Bailly abrégé)
ης, ες ; gén. εος;
qui dure trente ans.
Étymologie: τριάκοντα, ἔτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριακοντούτης -ες, gen. -ου, f. τριακοντοῦτις, zie τριακονταέτης.
German (Pape)
1 [ᾱκ], ες, dreißigjährig; αἱ τριακοντούτεις σπονδαί, Thuc. 1.23, 115, 2.2. Vgl. τριακονταέτης und τριακοντοῦτις.
2 [ᾱκ], ὁ, = τριακονταέτης, Plat. Rep. VII.539a; Poll. 1.56.
Russian (Dvoretsky)
τριᾱκοντούτης: Thuc. = τριακονταετής.
Greek (Liddell-Scott)
τριᾱκοντούτης: -οῦτις, ἴδε τριακονταετής.
Greek Monolingual
-ες / τριακοντούτης, -οῦτες, ΝΜΑ, και λόγιος τ. θηλ. τριακοντούτις Ν, και τριακονταέτηρος, -ον, Μ, και τ. θηλ. τριακοντοῦτις, -ούτιδος, Α
ο τριακονταετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοντοέτης < τριάκοντα + -ετης (< ἔτος), με συναίρεση του ληκτικού φωνήεντος του α' συνθετικού και του αρκτικού -ε- του β' συνθετικού (πρβλ. πεντηκοντούτης)].
Greek Monotonic
τριᾱκοντούτης: -οῦτις, βλ. τριακοντα-ετής.