αλαζών: Difference between revisions

(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-όνος), ο, η (Α [[ἀλαζών]])<br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, [[υπερήφανος]], [[υπερόπτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>2.</b> [[αγύρτης]], [[τσαρλατάνος]], [[απατεώνας]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[αλαζονικός]], [[υπεροπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ἀλαζών]]-<i>όνος</i> προήλθε από το κύριο όνομα <i>Ἀλαζῶνες</i>, που απαντά στον Ηρόδοτο και δηλώνει αρχαία θρακική [[φυλή]]. Επομένως το κύριο όνομα <i>Ἀλαζῶνες</i> με σημασιολογική [[επέκταση]] και παράλληλη μορφολογική [[εξέλιξη]] χρησιμοποιήθηκε και ως προσηγορικό. Παρόμοια [[εξέλιξη]] παρατηρείται και στις γαλλικές <i>le vandale</i> (κυριολ. «Βάνδαλος» και κατ’ [[επέκταση]] «[[κτηνώδης]], [[βίαιος]], [[βάναυσος]], [[αγράμματος]]») και <i>ostrogoth</i> (κυριολ. «Οστρογότθος» και κατ’ [[επέκταση]] «[[αγροίκος]], [[οργίλος]], [[δύστροπος]]»)<br /><b>[[πρβλ]].</b> και νεοελλ. [[βάνδαλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλαζονεύομαι]], [[αλαζονικός]]].
|mltxt=(-όνος), ο, η (Α [[ἀλαζών]])<br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, [[υπερήφανος]], [[υπερόπτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>2.</b> [[αγύρτης]], [[τσαρλατάνος]], [[απατεώνας]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[αλαζονικός]], [[υπεροπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Το επίθ. [[ἀλαζών]]-<i>όνος</i> προήλθε από το κύριο όνομα <i>Ἀλαζῶνες</i>, που απαντά στον Ηρόδοτο και δηλώνει αρχαία θρακική [[φυλή]]. Επομένως το κύριο όνομα <i>Ἀλαζῶνες</i> με σημασιολογική [[επέκταση]] και παράλληλη μορφολογική [[εξέλιξη]] χρησιμοποιήθηκε και ως προσηγορικό. Παρόμοια [[εξέλιξη]] παρατηρείται και στις γαλλικές <i>le vandale</i> (κυριολ. «Βάνδαλος» και κατ’ [[επέκταση]] «[[κτηνώδης]], [[βίαιος]], [[βάναυσος]], [[αγράμματος]]») και <i>ostrogoth</i> (κυριολ. «Οστρογότθος» και κατ’ [[επέκταση]] «[[αγροίκος]], [[οργίλος]], [[δύστροπος]]»)<br />πρβλ. και νεοελλ. [[βάνδαλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλαζονεύομαι]], [[αλαζονικός]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

(-όνος), ο, η (Α ἀλαζών)
ως επίθ. αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης
αρχ.
ως ουσ.
1. ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι εκεί
2. αγύρτης, τσαρλατάνος, απατεώνας
3. ως επίθ. αλαζονικός, υπεροπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το επίθ. ἀλαζών-όνος προήλθε από το κύριο όνομα Ἀλαζῶνες, που απαντά στον Ηρόδοτο και δηλώνει αρχαία θρακική φυλή. Επομένως το κύριο όνομα Ἀλαζῶνες με σημασιολογική επέκταση και παράλληλη μορφολογική εξέλιξη χρησιμοποιήθηκε και ως προσηγορικό. Παρόμοια εξέλιξη παρατηρείται και στις γαλλικές le vandale (κυριολ. «Βάνδαλος» και κατ’ επέκταση «κτηνώδης, βίαιος, βάναυσος, αγράμματος») και ostrogoth (κυριολ. «Οστρογότθος» και κατ’ επέκταση «αγροίκος, οργίλος, δύστροπος»)
πρβλ. και νεοελλ. βάνδαλος.
ΠΑΡ. αλαζονεύομαι, αλαζονικός].