ἀμήρυτος: Difference between revisions
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amirytos | |Transliteration C=amirytos | ||
|Beta Code=a)mh/rutos | |Beta Code=a)mh/rutos | ||
|Definition= | |Definition=ἀμήρυτον, [[not to be wound up]], i.e. [[tedious]], γῆρας A.R.2.221; λόγοι ''Com.Adesp.''837; μάθησις Phld.''Herc.''873.8; ἥλιοι Anon. ap. Stob.3.28.21. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀμήρῠτος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[interminable]], [[γῆρας]] A.R.2.221, λόγοι <i>Com.Adesp</i>.837, μάθησις Phld.<i>Herc</i>.873.8, ἥλιοι Anon. en Stob.3.28.21, cf. Hsch., <i>AB</i> 387, Phot.p.91R., <i>EM</i> 1076.<br /><b class="num">2</b> [[infinito]] εἰς ἀμήρυτον μέντοι καὶ ἀκατάληπτον Cyr.Al.M.73.25, cf. ἀ. [[ἀριθμός]] Cyr.Al.M.73.173C.<br /><b class="num">3</b> [[inaprensible en su desarrollo]] τόκος Synes.<i>Hymn</i>.1.249. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμήρῠτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐκτυλίξῃ, ὅ ἐ. [[ἀτελείωτος]], [[ὀχληρός]], [[γῆρας]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 221· λόγοι Α. Β. 20. | |lstext='''ἀμήρῠτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐκτυλίξῃ, ὅ ἐ. [[ἀτελείωτος]], [[ὀχληρός]], [[γῆρας]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 221· λόγοι Α. Β. 20. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμήρυτος]], -ον (Α) [[μηρύομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν φθάνει σε [[τέλος]], ατελείωτος<br /><b>2.</b> [[ανιαρός]], [[βαρετός]]. | |mltxt=[[ἀμήρυτος]], -ον (Α) [[μηρύομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν φθάνει σε [[τέλος]], ατελείωτος<br /><b>2.</b> [[ανιαρός]], [[βαρετός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀμήρυτον, not to be wound up, i.e. tedious, γῆρας A.R.2.221; λόγοι Com.Adesp.837; μάθησις Phld.Herc.873.8; ἥλιοι Anon. ap. Stob.3.28.21.
Spanish (DGE)
(ἀμήρῠτος) -ον
1 interminable, γῆρας A.R.2.221, λόγοι Com.Adesp.837, μάθησις Phld.Herc.873.8, ἥλιοι Anon. en Stob.3.28.21, cf. Hsch., AB 387, Phot.p.91R., EM 1076.
2 infinito εἰς ἀμήρυτον μέντοι καὶ ἀκατάληπτον Cyr.Al.M.73.25, cf. ἀ. ἀριθμός Cyr.Al.M.73.173C.
3 inaprensible en su desarrollo τόκος Synes.Hymn.1.249.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμήρῠτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐκτυλίξῃ, ὅ ἐ. ἀτελείωτος, ὀχληρός, γῆρας, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 221· λόγοι Α. Β. 20.
Greek Monolingual
ἀμήρυτος, -ον (Α) μηρύομαι
1. αυτός που δεν φθάνει σε τέλος, ατελείωτος
2. ανιαρός, βαρετός.