ὑπεκλύω: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypeklyo | |Transliteration C=ypeklyo | ||
|Beta Code=u(peklu/w | |Beta Code=u(peklu/w | ||
|Definition= | |Definition=[[loosen]] or [[weaken a little]], τὴν γνώμην Plu.''Nic.''14; τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμβολῆς J.''BJ''7.8.5; τὸν τῆς ὁλκῆς τόνον Sor.2.61 (prob.); <b class="b3">ἐπὶ συνουσίαν ὁρμάς</b> Ps.-Dsc.1.103; [ὁ οἶνος] στρατηγοὺς τῆς φρονήσεως ὑπεκλύει Sch.Il.6.260; [[weaken the force of]], τὸν λόγον A.D.''Synt.''224.4:—Pass., [[cease]], [[become weaker and weaker]], παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι Hp.''Mul.''1.25; [[οἶνος]] Sch.Ar.''V.''151; ὑπεκλυομένην ἴσχει τὴν ταραχήν S.E.''M.''11.214, cf. Sor.2.11: c. gen., to [[be freed from]], τινος A.D.''Synt.''41.11. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1186.png Seite 1186]] (s. λύω), von unten od. heimlich loslassen; ein wenig entkräften, Hippocr. im pass.; ὑπεκλυομένη [[ταραχή]] S. Emp. adv. eth. 214. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=relâcher <i>ou</i> affaiblir peu à peu ; <i>Pass.</i> se relâcher <i>ou</i> s'affaiblir peu à peu.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκλύω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπεκλύω:''' (исподволь или несколько) ослаблять, подрывать (τὴν γνώμην τινός Plut.): ἡ ὑπεκλυομένη [[ταραχή]] Sext. полное расстройство. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπεκλύω''': [[ἐκλύω]], χαλαρώνω ἢ ἐξασθενῶ κατὰ μικρόν, τὴν ῥώμην Πλουτ. Νικ. 14· τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμβολῆς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 5· ὑπ. τινὰ τῆς φρονήσεως Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ζ. 260. ― Παθ., κατὰ μικρὸν παύομαι, [[λήγω]], [[γίνομαι]] συνεχῶς ἀσθενέστερος, παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι Ἱππ. 600. 26· [[οἶνος]] Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151· ἡ ταραχὴ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 214. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[χαλαρώνω]] ή [[εξασθενίζω]] [[κάπως]] («τὴν [[σφοδρότητα]] τῆς ἐμβολῆς ὑπεκλύειν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑπεκλύομαι</i><br />[[γίνομαι]] όλο και πιο [[ασθενής]], [[εξασθενίζω]] βαθμιαία («παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκλύω]] «[[λύνω]], [[απαλλάσσω]], [[χαλαρώνω]], [[εξασθενίζω]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπεκλύω:''' μέλ. <i>-λύσω</i>, [[χαλαρώνω]] ή [[εξασθενώ]], [[αδυνατίζω]] σταδιακά, σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -λύσω<br />to [[loosen]] or [[weaken]] [[gradually]], Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:23, 25 August 2023
English (LSJ)
loosen or weaken a little, τὴν γνώμην Plu.Nic.14; τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμβολῆς J.BJ7.8.5; τὸν τῆς ὁλκῆς τόνον Sor.2.61 (prob.); ἐπὶ συνουσίαν ὁρμάς Ps.-Dsc.1.103; [ὁ οἶνος] στρατηγοὺς τῆς φρονήσεως ὑπεκλύει Sch.Il.6.260; weaken the force of, τὸν λόγον A.D.Synt.224.4:—Pass., cease, become weaker and weaker, παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι Hp.Mul.1.25; οἶνος Sch.Ar.V.151; ὑπεκλυομένην ἴσχει τὴν ταραχήν S.E.M.11.214, cf. Sor.2.11: c. gen., to be freed from, τινος A.D.Synt.41.11.
German (Pape)
[Seite 1186] (s. λύω), von unten od. heimlich loslassen; ein wenig entkräften, Hippocr. im pass.; ὑπεκλυομένη ταραχή S. Emp. adv. eth. 214.
French (Bailly abrégé)
relâcher ou affaiblir peu à peu ; Pass. se relâcher ou s'affaiblir peu à peu.
Étymologie: ὑπό, ἐκλύω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκλύω: (исподволь или несколько) ослаблять, подрывать (τὴν γνώμην τινός Plut.): ἡ ὑπεκλυομένη ταραχή Sext. полное расстройство.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκλύω: ἐκλύω, χαλαρώνω ἢ ἐξασθενῶ κατὰ μικρόν, τὴν ῥώμην Πλουτ. Νικ. 14· τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμβολῆς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 5· ὑπ. τινὰ τῆς φρονήσεως Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ζ. 260. ― Παθ., κατὰ μικρὸν παύομαι, λήγω, γίνομαι συνεχῶς ἀσθενέστερος, παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι Ἱππ. 600. 26· οἶνος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151· ἡ ταραχὴ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 214.
Greek Monolingual
Α
1. χαλαρώνω ή εξασθενίζω κάπως («τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμβολῆς ὑπεκλύειν», Ιώσ.)
2. μέσ. ὑπεκλύομαι
γίνομαι όλο και πιο ασθενής, εξασθενίζω βαθμιαία («παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκλύω «λύνω, απαλλάσσω, χαλαρώνω, εξασθενίζω»].
Greek Monotonic
ὑπεκλύω: μέλ. -λύσω, χαλαρώνω ή εξασθενώ, αδυνατίζω σταδιακά, σε Πλούτ.