διαθλώ: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(9)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α διαθλῶ, -άω) [[θλώ]]<br /><b>1.</b> [[σπάζω]] σε δύο μέρη, [[χωρίζω]] στα δύο<br /><b>2.</b> [[κατασυντρίβω]]<br /><b>3.</b> [[διαπερνώ]], [[διασχίζω]]<br /><b>4.</b> <b>φυσ.</b> [[προκαλώ]] [[διάθλαση]] φωτεινής ακτίνας<br /><b>5.</b> <b>ιατρ.</b> [[συμπιέζω]] [[ζουλώ]], [[συνθλίβω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θρυμματίζω]].———————— <b>(II)</b><br />(Α διαθλῶ, -έω) [[αθλώ]]<br /><b>1.</b> [[αγωνίζομαι]] απεγνωσμένα<br /><b>2.</b> [[αγωνίζομαι]] ακατάπαυστα [[μέχρι]] τέλους.
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α διαθλῶ, -άω) [[θλώ]]<br /><b>1.</b> [[σπάζω]] σε δύο μέρη, [[χωρίζω]] στα δύο<br /><b>2.</b> [[κατασυντρίβω]]<br /><b>3.</b> [[διαπερνώ]], [[διασχίζω]]<br /><b>4.</b> <b>φυσ.</b> [[προκαλώ]] [[διάθλαση]] φωτεινής ακτίνας<br /><b>5.</b> <b>ιατρ.</b> [[συμπιέζω]] [[ζουλώ]], [[συνθλίβω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θρυμματίζω]].<br /><b>(II)</b><br />(Α διαθλῶ, -έω) [[αθλώ]]<br /><b>1.</b> [[αγωνίζομαι]] απεγνωσμένα<br /><b>2.</b> [[αγωνίζομαι]] ακατάπαυστα [[μέχρι]] τέλους.
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
(Α διαθλῶ, -άω) θλώ
1. σπάζω σε δύο μέρη, χωρίζω στα δύο
2. κατασυντρίβω
3. διαπερνώ, διασχίζω
4. φυσ. προκαλώ διάθλαση φωτεινής ακτίνας
5. ιατρ. συμπιέζω ζουλώ, συνθλίβω
αρχ.
θρυμματίζω.
(II)
(Α διαθλῶ, -έω) αθλώ
1. αγωνίζομαι απεγνωσμένα
2. αγωνίζομαι ακατάπαυστα μέχρι τέλους.