διαφωνώ: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(9) |
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(-έω) (ΑΝ)<br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> [[κάνω]] [[παραφωνία]], [[φαλτσάρω]]<br /><b>2.</b> [[αντιτίθεμαι]], [[διχογνωμώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δεν [[συμφωνώ]] [[καθόλου]] ( | |mltxt=(-έω) (ΑΝ)<br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> [[κάνω]] [[παραφωνία]], [[φαλτσάρω]]<br /><b>2.</b> [[αντιτίθεμαι]], [[διχογνωμώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δεν [[συμφωνώ]] [[καθόλου]] («διαφωνεῖ τι τῶν χρημάτων» — υπάρχει [[διαφορά]] στους λογαριασμούς, Πολύβ.)<br /><b>2.</b> [[χάνομαι]], [[πεθαίνω]] («οὐ [[μέντοι]] διαπεφώνηκεν [[οὐδείς]]»<br />Αγαθαρχίδης στη Βιβλιοθήκη του Φωτίου)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> διαμφισβητούμαι, διαφιλονικούμαι<br /><b>4.</b> (για υποσχέσεις) [[παραμένω]] [[ανεκπλήρωτος]]<br /><b>5.</b> (για πράγματα) καταστρέφομαι<br /><b>6.</b> [[αρπάζω]], [[ληστεύω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:00, 27 May 2022
Greek Monolingual
(-έω) (ΑΝ)
1. μουσ. κάνω παραφωνία, φαλτσάρω
2. αντιτίθεμαι, διχογνωμώ
αρχ.
1. δεν συμφωνώ καθόλου («διαφωνεῖ τι τῶν χρημάτων» — υπάρχει διαφορά στους λογαριασμούς, Πολύβ.)
2. χάνομαι, πεθαίνω («οὐ μέντοι διαπεφώνηκεν οὐδείς»
Αγαθαρχίδης στη Βιβλιοθήκη του Φωτίου)
3. παθ. διαμφισβητούμαι, διαφιλονικούμαι
4. (για υποσχέσεις) παραμένω ανεκπλήρωτος
5. (για πράγματα) καταστρέφομαι
6. αρπάζω, ληστεύω.