εκάς: Difference between revisions
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(10) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑκάς]], αττ. τ. ἕκας (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[μακριά]], [[μακριά]] από, σε [[απόσταση]] («ἑκὰς οἱ βέβηλοι»)<br /><b>2.</b> (με γεν. ως καταχρηστική [[πρόθεση]]) [[μακριά]] από κάποιον ή από [[κάτι]], [[εκτός]]<br /><b>3.</b> προ πολλού<br /><b>4.</b> [[μετά]] από πολύ [[χρονικό]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη σχηματισμένη από το θ. της αντων. <i>έ</i> και [[επίθημα]] -<i>κας</i>, που δηλώνει επιμερισμό ( | |mltxt=[[ἑκάς]], αττ. τ. ἕκας (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[μακριά]], [[μακριά]] από, σε [[απόσταση]] («ἑκὰς οἱ βέβηλοι»)<br /><b>2.</b> (με γεν. ως καταχρηστική [[πρόθεση]]) [[μακριά]] από κάποιον ή από [[κάτι]], [[εκτός]]<br /><b>3.</b> προ πολλού<br /><b>4.</b> [[μετά]] από πολύ [[χρονικό]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη σχηματισμένη από το θ. της αντων. <i>έ</i> και [[επίθημα]] -<i>κας</i>, που δηλώνει επιμερισμό ([[πρβλ]]. [[ανδρακάς]], «ανά άνδρα», αρχ. ινδ. <i>śata</i>-<i>śah</i> «ανά [[εκατό]]»)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἑκάς, αττ. τ. ἕκας (Α)
επίρρ.
1. μακριά, μακριά από, σε απόσταση («ἑκὰς οἱ βέβηλοι»)
2. (με γεν. ως καταχρηστική πρόθεση) μακριά από κάποιον ή από κάτι, εκτός
3. προ πολλού
4. μετά από πολύ χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη σχηματισμένη από το θ. της αντων. έ και επίθημα -κας, που δηλώνει επιμερισμό (πρβλ. ανδρακάς, «ανά άνδρα», αρχ. ινδ. śata-śah «ανά εκατό»)].