φατειός: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(12)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fateios
|Transliteration C=fateios
|Beta Code=fateio/s
|Beta Code=fateio/s
|Definition=η, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">speakable</b>, <b class="b3">οὔ τι φατειός</b> un<b class="b2">utterable</b>, un<b class="b2">speakable</b>, of horrid objects, <b class="b3">Κέρβερος, Φόβος, ὄφιες</b>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>310</span>, <span class="bibl"><span class="title">Sc.</span>144</span>, <span class="bibl">161</span>; <b class="b3">φάσμα καρτερὸν οὔ τι φ</b>. Menoph.Damasc. ap. Stob.4.21.7.</span>
|Definition=η, όν,<br><span class="bld">A</span> [[speakable]], [[οὔ τι φατειός]] = [[unutterable]], [[unspeakable]], of [[horrid]] [[object]]s, [[Κέρβερος]], [[Φόβος]], ὄφιες, Hes.Th.310, Sc.144, 161; φάσμα καρτερὸν οὔ τι φατειόν Menoph.Damasc. ap. Stob.4.21.7.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1258.png Seite 1258]] poet. = [[φατέος]], [[οὔτι]] [[φατειός]], unaussprechlich, unsäglich, erschrecklich, nur Hes. Th. 310 Sc. 144. 161.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />qu'on peut dire, <i>slmt dans la locut. nég.</i> οὔ τι [[φατειός]] indicible ; terrible.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. poét. de [[φημί]].
}}
{{elru
|elrutext='''φᾰτειός:''' [adj. verb. к [[φημί]] выразимый: только в выраж. [[οὔτι]] φ. Hes. невыразимый, ужасный.
}}
{{ls
|lstext='''φᾰτειός''': -ά, -όν, Ἐπικ. ἀντὶ φατέος, ἔτικτεν ἀμήχανον, [[οὔτι]] φατειόν, Κέρβερον, δηλ. οὐκ ὀνομαστόν, δυσώνυμον, ἐπὶ φοβερῶν ὄντων, Ἡσ. Θεογ. 310, Ἀσπ. Ἡρ. 144, 161· [[φάσμα]] καρτερὸν [[οὔτι]] φατειὸν Μηνόφιλος παρὰ Στοβ. 407. 21.
}}
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) (συν. σε φρ. με [[άρνηση]]) [[οὐ φατειός]]<br />(για [[φοβερά]] πράγματα) αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, να κατονομαστεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ο τ. φατειός, σχηματισμένος από το θ. φᾰ- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. [[φημί]], αποτελεί το αρχαιότερο [[παράδειγμα]] ρηματ. επιθ. σε -τεος. Αξιοσημείωτη [[είναι]] η [[δίφθογγος]] -ει- του τ. η οποία δεν [[πρέπει]] να ερμηνευθεί ως [[αποτέλεσμα]] μετρικής έκτασης, [[αλλά]] οφείλεται στο ότι το επίθ. [[φατειός]] έχει προέλθει από ένα θηλ. ουσ. σε -t(e)i- (<b>πρβλ.</b> και τον μυκηναϊκό τ. qetejo <span style="color: red;">+</span> k<sup>w</sup>ei-τειον του ρ. [[τίνω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φᾰτειός:''' -ά, -όν, Επικ. αντί [[φατέος]], οὔ τι [[φατειός]], [[ανέκφραστος]], [[ανείπωτος]], σε Ησίοδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φᾰτειός, ή, όν [epic for [[φατέος]]<br />[[οὔτι]] [[φατειός]] un- utterable, un- [[speakable]], Hes.
}}
}}

Latest revision as of 22:26, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰτειός Medium diacritics: φατειός Low diacritics: φατειός Capitals: ΦΑΤΕΙΟΣ
Transliteration A: phateiós Transliteration B: phateios Transliteration C: fateios Beta Code: fateio/s

English (LSJ)

η, όν,
A speakable, οὔ τι φατειός = unutterable, unspeakable, of horrid objects, Κέρβερος, Φόβος, ὄφιες, Hes.Th.310, Sc.144, 161; φάσμα καρτερὸν οὔ τι φατειόν Menoph.Damasc. ap. Stob.4.21.7.

German (Pape)

[Seite 1258] poet. = φατέος, οὔτι φατειός, unaussprechlich, unsäglich, erschrecklich, nur Hes. Th. 310 Sc. 144. 161.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
qu'on peut dire, slmt dans la locut. nég. οὔ τι φατειός indicible ; terrible.
Étymologie: adj. verb. poét. de φημί.

Russian (Dvoretsky)

φᾰτειός: [adj. verb. к φημί выразимый: только в выраж. οὔτι φ. Hes. невыразимый, ужасный.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰτειός: -ά, -όν, Ἐπικ. ἀντὶ φατέος, ἔτικτεν ἀμήχανον, οὔτι φατειόν, Κέρβερον, δηλ. οὐκ ὀνομαστόν, δυσώνυμον, ἐπὶ φοβερῶν ὄντων, Ἡσ. Θεογ. 310, Ἀσπ. Ἡρ. 144, 161· φάσμα καρτερὸν οὔτι φατειὸν Μηνόφιλος παρὰ Στοβ. 407. 21.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
(επικ. τ.) (συν. σε φρ. με άρνηση) οὐ φατειός
(για φοβερά πράγματα) αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, να κατονομαστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. φατειός, σχηματισμένος από το θ. φᾰ- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. φημί, αποτελεί το αρχαιότερο παράδειγμα ρηματ. επιθ. σε -τεος. Αξιοσημείωτη είναι η δίφθογγος -ει- του τ. η οποία δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα μετρικής έκτασης, αλλά οφείλεται στο ότι το επίθ. φατειός έχει προέλθει από ένα θηλ. ουσ. σε -t(e)i- (πρβλ. και τον μυκηναϊκό τ. qetejo + kwei-τειον του ρ. τίνω)].

Greek Monotonic

φᾰτειός: -ά, -όν, Επικ. αντί φατέος, οὔ τι φατειός, ανέκφραστος, ανείπωτος, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

φᾰτειός, ή, όν [epic for φατέος
οὔτι φατειός un- utterable, un- speakable, Hes.