εὐσύνετος: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(15)
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efsynetos
|Transliteration C=efsynetos
|Beta Code=eu)su/netos
|Beta Code=eu)su/netos
|Definition=old Att. εὐξ-, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">quick of apprehension</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1143a11</span>; -<b class="b3">ώτεροι εἰς ταῦτα</b> ib.<span class="bibl">1181b11</span>: c. gen., γνώμης θείας Porph. ad <span class="bibl">Il. p.324</span> S. Adv. -τως Suid. s.v. [[ἀστικῶς]]: Comp. -ώτερον <span class="bibl">Th.4.18</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">easily understood</b>, ξυνετοῖς <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1092</span> (lyr.); διανόημα <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>2.40</span>; <b class="b3">κέντροις εὐσυνέτοις</b> Epigr.Astrol.<span class="title">Oxy.</span>464.42 (iii A.D.).</span>
|Definition=old Att. [[εὐξύνετος]], ον,<br><span class="bld">A</span> [[quick of apprehension]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1143a11; <b class="b3">εὐσυνετώτεροι εἰς ταῦτα</b> ib.1181b11: c. gen., γνώμης θείας Porph. ad Il. p.324 S. Adv. [[εὐσυνέτως]] Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀστικῶς]]: Comp. εὐσυνετώτερον Th.4.18.<br><span class="bld">II</span> [[easily understood]], ξυνετοῖς E.''IT''1092 (lyr.); [[διανόημα]] Phld.''Po.''2.40; <b class="b3">κέντροις εὐσυνέτοις</b> Epigr.Astrol.''Oxy.''464.42 (iii A.D.).
}}
{{bailly
|btext=<i>anc. att.</i> [[εὐξύνετος]];<br />ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui comprend aisément]], [[intelligent]];<br /><b>2</b> [[facile à comprendre]];<br /><i>Cp.</i> εὐσυνετώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συνίημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐσύνετος:''' староатт. [[εὐξύνετος]] 2<br /><b class="num">1</b> [[проницательный]], [[быстро схватывающий]] (εἴς τι Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[легко понимаемый]], [[понятный]] (τινι Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐσύνετος''': -ον, Ἀρχ. Ἀττ. εὐξύνετος, ον, ὁ ἔχων σύνεσιν, [[συνετός]], ὁ ἔχων ταχεῖαν ἀντίληψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 10, 4, εὐσυνετώτεροι εἰς [[ταῦτα]] [[αὐτόθι]] 10, 9, 21: - Συγκρ. Ἐπίρρ. - ετώτερον, Θουκ. 4. 18: - τὸ εὐσύνετον = [[εὐσυνεσία]], Συλλ. Ἐπιγρ. 4816. ΙΙ. εὐκόλως ἐννοούμενος, [[εὐκατάληπτος]], Εὐρ. Ι. Τ. 1092.
|lstext='''εὐσύνετος''': -ον, Ἀρχ. Ἀττ. εὐξύνετος, ον, ὁ ἔχων σύνεσιν, [[συνετός]], ὁ ἔχων ταχεῖαν ἀντίληψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 10, 4, εὐσυνετώτεροι εἰς [[ταῦτα]] [[αὐτόθι]] 10, 9, 21: - Συγκρ. Ἐπίρρ. - ετώτερον, Θουκ. 4. 18: - τὸ εὐσύνετον = [[εὐσυνεσία]], Συλλ. Ἐπιγρ. 4816. ΙΙ. εὐκόλως ἐννοούμενος, [[εὐκατάληπτος]], Εὐρ. Ι. Τ. 1092.
}}
{{bailly
|btext=<i>anc. att.</i> [[εὐξύνετος]];<br />ος, ον :<br /><b>1</b> qui comprend aisément, intelligent;<br /><b>2</b> facile à comprendre;<br /><i>Cp.</i> εὐσυνετώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συνίημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐσύνετος]], -ον (ΑΜ, Α και εὐξύνετος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αντιλαμβάνεται σωστά, ο [[συνετός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐσύνετον</i><br />η [[ευσυνεσία]], η [[σύνεση]]<br /><b>3.</b> αυτός που κατανοείται εύκολα, ο [[ευκατάληπτος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσυνέτως</i> (ΑΜ, Α και εὐξυνέτως)<br />με [[σύνεση]], συνετά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>συν</i>-[[ετός]]].
|mltxt=[[εὐσύνετος]], -ον (ΑΜ, Α και εὐξύνετος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αντιλαμβάνεται σωστά, ο [[συνετός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐσύνετον</i><br />η [[ευσυνεσία]], η [[σύνεση]]<br /><b>3.</b> αυτός που κατανοείται εύκολα, ο [[ευκατάληπτος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσυνέτως</i> (ΑΜ, Α και εὐξυνέτως)<br />με [[σύνεση]], συνετά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>συν</i>-[[ετός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐσύνετος:''' αρχ. Αττ. εὐ-[[ξύν]]-, -ον,·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει γρήγορη [[αντίληψη]], σε Αριστ.· επίρρ. <i>-τως</i>, με [[εξυπνάδα]], με [[ευστροφία]], συγκρ. <i>-τώτερον</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> εύκολα [[αντιληπτός]], [[εύληπτος]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> [[quick]] of [[apprehension]], Arist.:—adv. -τως, with [[intelligence]], comp. -τώτερον, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> [[easily]] understood, Eur.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[prudentius]]'', [[more wisely]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.18.4/ 4.18.4].
}}
}}

Latest revision as of 13:38, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσύνετος Medium diacritics: εὐσύνετος Low diacritics: ευσύνετος Capitals: ΕΥΣΥΝΕΤΟΣ
Transliteration A: eusýnetos Transliteration B: eusynetos Transliteration C: efsynetos Beta Code: eu)su/netos

English (LSJ)

old Att. εὐξύνετος, ον,
A quick of apprehension, Arist.EN1143a11; εὐσυνετώτεροι εἰς ταῦτα ib.1181b11: c. gen., γνώμης θείας Porph. ad Il. p.324 S. Adv. εὐσυνέτως Suid. s.v. ἀστικῶς: Comp. εὐσυνετώτερον Th.4.18.
II easily understood, ξυνετοῖς E.IT1092 (lyr.); διανόημα Phld.Po.2.40; κέντροις εὐσυνέτοις Epigr.Astrol.Oxy.464.42 (iii A.D.).

French (Bailly abrégé)

anc. att. εὐξύνετος;
ος, ον :
1 qui comprend aisément, intelligent;
2 facile à comprendre;
Cp. εὐσυνετώτερος.
Étymologie: εὖ, συνίημι.

Russian (Dvoretsky)

εὐσύνετος: староатт. εὐξύνετος 2
1 проницательный, быстро схватывающий (εἴς τι Arst.);
2 легко понимаемый, понятный (τινι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐσύνετος: -ον, Ἀρχ. Ἀττ. εὐξύνετος, ον, ὁ ἔχων σύνεσιν, συνετός, ὁ ἔχων ταχεῖαν ἀντίληψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 10, 4, εὐσυνετώτεροι εἰς ταῦτα αὐτόθι 10, 9, 21: - Συγκρ. Ἐπίρρ. - ετώτερον, Θουκ. 4. 18: - τὸ εὐσύνετον = εὐσυνεσία, Συλλ. Ἐπιγρ. 4816. ΙΙ. εὐκόλως ἐννοούμενος, εὐκατάληπτος, Εὐρ. Ι. Τ. 1092.

Greek Monolingual

εὐσύνετος, -ον (ΑΜ, Α και εὐξύνετος, -ον)
1. αυτός που αντιλαμβάνεται σωστά, ο συνετός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσύνετον
η ευσυνεσία, η σύνεση
3. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκατάληπτος.
επίρρ...
εὐσυνέτως (ΑΜ, Α και εὐξυνέτως)
με σύνεση, συνετά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν-ετός].

Greek Monotonic

εὐσύνετος: αρχ. Αττ. εὐ-ξύν-, -ον,·
I. αυτός που έχει γρήγορη αντίληψη, σε Αριστ.· επίρρ. -τως, με εξυπνάδα, με ευστροφία, συγκρ. -τώτερον, σε Θουκ.
II. εύκολα αντιληπτός, εύληπτος, σε Ευρ.

Middle Liddell

I. quick of apprehension, Arist.:—adv. -τως, with intelligence, comp. -τώτερον, Thuc.
II. easily understood, Eur.

Lexicon Thucydideum

prudentius, more wisely, 4.18.4.