φερεσσακής: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=feressakis
|Transliteration C=feressakis
|Beta Code=feressakh/s
|Beta Code=feressakh/s
|Definition=ές, gen. έος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shield-bearing</b>, of men, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>13</span>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>26.291</span>, al.; also <b class="b3">ποταμός, νῆες</b>, ib.<span class="bibl">23.11</span>, <span class="bibl">36.447</span>; τελαμῶνες <span class="bibl">Tryph. 11</span>.</span>
|Definition=φερεσσακές, gen. έος, [[shield-bearing]], of men, Hes.''Sc.''13, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 26.291, al.; also [[ποταμός]], [[νῆες]], ib.23.11, 36.447; τελαμῶνες Tryph. 11.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1261.png Seite 1261]] ές, schildtragend, Hes. Sc. 13.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui porte un bouclier]].<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]], [[σάκος]]¹.
}}
{{elru
|elrutext='''φερεσσᾰκής:''' [[щитоносный]] Hes.
}}
{{ls
|lstext='''φερεσσᾰκής''': -ές, γεν. έος, ὡς τὸ [[φέρασπις]], ὁ φέρων [[σάκος]], ἀσπίδα, ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 13, Νόνν. Διονυσ. 14, 28., 15, 66, κλπ.· ἁρμονίη ῥηχθεῖσα φερεσσακέων τελαμώνων Τρυφιόδ. (γρ. Τριφ.) 11.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>(ποιητ.)</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που φέρει [[ασπίδα]], [[φέρασπις]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός από τον οποίο κρέμεται η [[ασπίδα]] ή αυτός στον οποίο προσαρμόζεται η [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>σσακής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάκος]] «[[ασπίδα]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φερεσσᾰκής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i> ([[σάκος]]), αυτός που κουβαλά [[ασπίδα]], [[ασπιδοφόρος]], σε Ησίοδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φερεσ-σᾰκής, ές [[σάκος]]<br />[[shield]]-[[bearing]], Hes.
}}
{{FriskDe
|ftr='''φερεσσακής''': {pheressakḗs}<br />'''See also''': s. [[σάκος]].<br />'''Page''' 2,1002
}}
}}

Latest revision as of 10:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερεσσᾰκής Medium diacritics: φερεσσακής Low diacritics: φερεσσακής Capitals: ΦΕΡΕΣΣΑΚΗΣ
Transliteration A: pheressakḗs Transliteration B: pheressakēs Transliteration C: feressakis Beta Code: feressakh/s

English (LSJ)

φερεσσακές, gen. έος, shield-bearing, of men, Hes.Sc.13, Nonn. D. 26.291, al.; also ποταμός, νῆες, ib.23.11, 36.447; τελαμῶνες Tryph. 11.

German (Pape)

[Seite 1261] ές, schildtragend, Hes. Sc. 13.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui porte un bouclier.
Étymologie: φέρω, σάκος¹.

Russian (Dvoretsky)

φερεσσᾰκής: щитоносный Hes.

Greek (Liddell-Scott)

φερεσσᾰκής: -ές, γεν. έος, ὡς τὸ φέρασπις, ὁ φέρων σάκος, ἀσπίδα, ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 13, Νόνν. Διονυσ. 14, 28., 15, 66, κλπ.· ἁρμονίη ῥηχθεῖσα φερεσσακέων τελαμώνων Τρυφιόδ. (γρ. Τριφ.) 11.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ.)
1. (για πρόσ.) αυτός που φέρει ασπίδα, φέρασπις
2. (για πράγμ.) αυτός από τον οποίο κρέμεται η ασπίδα ή αυτός στον οποίο προσαρμόζεται η ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -σσακής (< σάκος «ασπίδα»)].

Greek Monotonic

φερεσσᾰκής: -ές, γεν. -έος (σάκος), αυτός που κουβαλά ασπίδα, ασπιδοφόρος, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

φερεσ-σᾰκής, ές σάκος
shield-bearing, Hes.

Frisk Etymology German

φερεσσακής: {pheressakḗs}
See also: s. σάκος.
Page 2,1002