ημιμετάβολος: Difference between revisions
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(16) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] υφίσταται όχι τέλεια [[αλλά]] μερική προοδευτική μόνο [[μεταβολή]], ο εν μέρει μεταβαλλόμενος<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα ημιμετάβολα</i><br />[[τύπος]] ανάπτυξης τών εντόμων, με προοδευτικές προνυμφικές εκδύσεις και [[μεταμόρφωση]] [[συχνά]] ατελή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μετάβολος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μεταβάλλω]]), | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] υφίσταται όχι τέλεια [[αλλά]] μερική προοδευτική μόνο [[μεταβολή]], ο εν μέρει μεταβαλλόμενος<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα ημιμετάβολα</i><br />[[τύπος]] ανάπτυξης τών εντόμων, με προοδευτικές προνυμφικές εκδύσεις και [[μεταμόρφωση]] [[συχνά]] ατελή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μετάβολος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μεταβάλλω]]), [[πρβλ]]. [[ευμετάβολος]], [[παντομετάβολος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:26, 24 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός ο οποίος υφίσταται όχι τέλεια αλλά μερική προοδευτική μόνο μεταβολή, ο εν μέρει μεταβαλλόμενος
2. ζωολ. το ουδ. ως ουσ. τα ημιμετάβολα
τύπος ανάπτυξης τών εντόμων, με προοδευτικές προνυμφικές εκδύσεις και μεταμόρφωση συχνά ατελή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -μετάβολος (< μεταβάλλω), πρβλ. ευμετάβολος, παντομετάβολος.