ἰάνθινος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(17)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ianthinos
|Transliteration C=ianthinos
|Beta Code=i)a/nqinos
|Beta Code=i)a/nqinos
|Definition=η, ον, (ἴον, ἄνθος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">violet-coloured</b>, ἱμάτιον <span class="bibl">Str.15.3.19</span>, cf. <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>21.27</span>, Aq., Sm.<span class="title">Ex.</span>25.5:—Subst. ἴανθος, ὁ, or ἴανθον, τό,= <b class="b3">ἴον</b>, Hsch., Theognost.<span class="title">Can.</span>18.</span>
|Definition=η, ον, ([[ἴον]], [[ἄνθος]]) [[violet-coloured]], ἱμάτιον Str.15.3.19, cf. Plin.''HN''21.27, Aq., Sm.''Ex.''25.5:—Subst. ἴανθος, ὁ, or [[ἴανθον]], τό, = [[ἴον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Theognost.''Can.''18.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰάνθινος]], -ίνη, -ον)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ίου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ιανθίνη</i><br /><b>ζωολ.</b> πελαγικό προσωβράγχιο γαστερόποδο [[μαλάκιο]] της οικογένειας janthinidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ίον</i> «[[βιολέτα]]» <span style="color: red;">+</span> επίθ. [[άνθινος]] (<span style="color: red;"><</span> [[άνθος]]). Από το [[ιάνθινος]] προέρχεται υποχωρητικά η λ. [[ίανθος]]. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>janthina</i> «ιανθίνη»].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰάνθινος]], -ίνη, -ον)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ίου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ιανθίνη</i><br /><b>ζωολ.</b> πελαγικό προσωβράγχιο γαστερόποδο [[μαλάκιο]] της οικογένειας janthinidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ίον</i> «[[βιολέτα]]» <span style="color: red;">+</span> επίθ. [[άνθινος]] (<span style="color: red;"><</span> [[άνθος]]). Από το [[ιάνθινος]] προέρχεται υποχωρητικά η λ. [[ίανθος]]. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>janthina</i> «ιανθίνη»].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[violet-coloured]] (Str., Plin., Aq., Sm.).<br />Derivatives: A backformation is [[ἴανθος]] m., <b class="b3">-ον</b> n. = [[ἴον]] (H., Theognost.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Prop. [[violet-flowered]], from [[ἄνθινος]] (s. on [[ἄνθος]]) with determining [[ἴον]]. Diff. on [[ἴανθος]] Deroy, Glotta 35, 193.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ἰάνθινος''': {iánthinos}<br />'''Grammar''': Adj.<br />'''Meaning''': [[veilchenfarben]], [[violett]] (Str., Plin., Aq., Sm.).<br />'''Derivative''': Daraus rückgebildet [[ἴανθος]] m., -ον n. = [[ἴον]] (H., Theognost.).<br />'''Etymology''' : Eig. ‘veilchenblumig, -bunt’, von [[ἄνθινος]] (s. zu [[ἄνθος]]) mit determinierendem [[ἴον]]. Anders über [[ἴανθος]] Deroy Glotta 35, 193.<br />'''Page''' 1,704
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰάνθῐνος Medium diacritics: ἰάνθινος Low diacritics: ιάνθινος Capitals: ΙΑΝΘΙΝΟΣ
Transliteration A: iánthinos Transliteration B: ianthinos Transliteration C: ianthinos Beta Code: i)a/nqinos

English (LSJ)

η, ον, (ἴον, ἄνθος) violet-coloured, ἱμάτιον Str.15.3.19, cf. Plin.HN21.27, Aq., Sm.Ex.25.5:—Subst. ἴανθος, ὁ, or ἴανθον, τό, = ἴον, Hsch., Theognost.Can.18.

German (Pape)

[Seite 1233] violetfarbig, Plin. H. N. 21, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἰάνθῐνος: -η, -ον, (ἴον, ἄνθος) ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἴου, παρὰ Πλιν. οὐσιαστ. ἴανθος, ὁ, ἢ ἴανθον, τό, = ἴον, «ἴανθον· ἄνθος, καὶ χρῶμά τι πορφυροειδές» Ἡσύχ., Θεογνώστου Κανόνες 18. 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰάνθινος, -ίνη, -ον)
αυτός που έχει το χρώμα του ίου
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ιανθίνη
ζωολ. πελαγικό προσωβράγχιο γαστερόποδο μαλάκιο της οικογένειας janthinidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίον «βιολέτα» + επίθ. άνθινος (< άνθος). Από το ιάνθινος προέρχεται υποχωρητικά η λ. ίανθος. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. janthina «ιανθίνη»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: violet-coloured (Str., Plin., Aq., Sm.).
Derivatives: A backformation is ἴανθος m., -ον n. = ἴον (H., Theognost.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prop. violet-flowered, from ἄνθινος (s. on ἄνθος) with determining ἴον. Diff. on ἴανθος Deroy, Glotta 35, 193.

Frisk Etymology German

ἰάνθινος: {iánthinos}
Grammar: Adj.
Meaning: veilchenfarben, violett (Str., Plin., Aq., Sm.).
Derivative: Daraus rückgebildet ἴανθος m., -ον n. = ἴον (H., Theognost.).
Etymology : Eig. ‘veilchenblumig, -bunt’, von ἄνθινος (s. zu ἄνθος) mit determinierendem ἴον. Anders über ἴανθος Deroy Glotta 35, 193.
Page 1,704