κλιμακτηρικός: Difference between revisions
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
(20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=klimaktirikos | |Transliteration C=klimaktirikos | ||
|Beta Code=klimakthriko/s | |Beta Code=klimakthriko/s | ||
|Definition= | |Definition=κλιμακτηρικόν, [[climacterical]], ([[ἐνιαυτός]]) Gell. 15.7.2, cf. Plin.''Ep.''2.20.3; κ. λόγος Vett.Val.148.20; κ. ὑπάντησις Ptol.''Tetr.''140. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1453.png Seite 1453]] zur Stufe gehörig; κλιμακτηρικὸς [[ἐνιαυτός]], das | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1453.png Seite 1453]] zur Stufe gehörig; κλιμακτηρικὸς [[ἐνιαυτός]], das [[Stufenjahr]], so hieß bes. das 63ste Lebensjahr, als der gefährlichste Abschnitt im Leben des Menschen, Sp. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κλιμακτηρικός]], -ή, -όν) [[κλιμακτήρ]])<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλιμακτήρα<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει στη ζωή [[αλλαγή]] φυσιολογικής κατάστασης, [[κρίσιμος]], [[επικίνδυνος]] («κλιμακτηρικὴ [[ὑπάντησις]]», Πτολ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «κλιμακτηρική [[περίοδος]]» — η [[κλιμακτήριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κλιμακτηρικὸς [[ἐνιαυτός]]» ή «κλιμακτηρικὸν [[ἔτος]]» — το [[έτος]] της ζωής του οποίου ο [[αριθμός]] [[είναι]] [[πολλαπλάσιο]] του 7 ή, σύμφωνα με άλλους, του 9, και [[κυρίως]] το 63ο [[έτος]], που ο [[αριθμός]] του [[είναι]] [[πολλαπλάσιο]] και του 7 και του 9, γι' αυτό και το θεωρούσαν ως το «μέγα» κλιμακτηρικό [[έτος]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[κλιμακτηρικός]], -ή, -όν) [[κλιμακτήρ]])<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλιμακτήρα<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει στη ζωή [[αλλαγή]] φυσιολογικής κατάστασης, [[κρίσιμος]], [[επικίνδυνος]] («κλιμακτηρικὴ [[ὑπάντησις]]», Πτολ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «κλιμακτηρική [[περίοδος]]» — η [[κλιμακτήριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κλιμακτηρικὸς [[ἐνιαυτός]]» ή «κλιμακτηρικὸν [[ἔτος]]» — το [[έτος]] της ζωής του οποίου ο [[αριθμός]] [[είναι]] [[πολλαπλάσιο]] του 7 ή, σύμφωνα με άλλους, του 9, και [[κυρίως]] το 63ο [[έτος]], που ο [[αριθμός]] του [[είναι]] [[πολλαπλάσιο]] και του 7 και του 9, γι' αυτό και το θεωρούσαν ως το «μέγα» κλιμακτηρικό [[έτος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
κλιμακτηρικόν, climacterical, (ἐνιαυτός) Gell. 15.7.2, cf. Plin.Ep.2.20.3; κ. λόγος Vett.Val.148.20; κ. ὑπάντησις Ptol.Tetr.140.
German (Pape)
[Seite 1453] zur Stufe gehörig; κλιμακτηρικὸς ἐνιαυτός, das Stufenjahr, so hieß bes. das 63ste Lebensjahr, als der gefährlichste Abschnitt im Leben des Menschen, Sp.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κλιμακτηρικός, -ή, -όν) κλιμακτήρ)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλιμακτήρα
2. αυτός που φέρνει στη ζωή αλλαγή φυσιολογικής κατάστασης, κρίσιμος, επικίνδυνος («κλιμακτηρικὴ ὑπάντησις», Πτολ.)
νεοελλ.
φρ. «κλιμακτηρική περίοδος» — η κλιμακτήριος
αρχ.
φρ. «κλιμακτηρικὸς ἐνιαυτός» ή «κλιμακτηρικὸν ἔτος» — το έτος της ζωής του οποίου ο αριθμός είναι πολλαπλάσιο του 7 ή, σύμφωνα με άλλους, του 9, και κυρίως το 63ο έτος, που ο αριθμός του είναι πολλαπλάσιο και του 7 και του 9, γι' αυτό και το θεωρούσαν ως το «μέγα» κλιμακτηρικό έτος.