Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κορυθαίολος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
(21)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui agite la crinière de son casque, <i>càd</i> guerrier impétueux.<br />'''Étymologie:''' [[κόρυς]], [[αἰόλλω]].
}}
{{pape
|ptext=([[αἰόλλω]]), <i>den Helm, den [[Helmbusch]] [[schnell]] [[bewegend]]</i>, wie [[κορυθάϊξ]], <i>mit flatterndem [[Helmbusch]]</i>; [[Hektor]], <i>Il</i>. 2.816 und [[öfter]]; [[Ἄρης]], 20.38. Komisch sagt Ar. <i>Ran</i>. 817 ἱππολόφων λόγων κορυθαίολα [[νείκη]], helmumflatterter [[Kampf]]. Den [[Akzent]] [[bestätigt]] Arcad. p. 86; [[einige]] Alte aber schrieben [[κορυθαιόλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κορῠθαίολος:''' Hom., Arph. = [[κορυθάϊξ]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κορῠθαίολος''': ([[οὕτως]] παρ’ Ἀρκαδ. σ. 86· ἀλλ’ ὁ Εὐστ. 352. 28, -αιόλος), ον· ([[αἰόλλω]])· ― κινῶν τὴν περικεφαλαίαν [[ταχέως]], δηλ. ἔχων ἀπαστράπτουσαν περικεφαλαίαν, ἐπίθ. τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Β· 816. κτλ.· [[ἅπαξ]] τοῦ Ἄρεως, Υ. 38· κ. [[νείκη]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.
|lstext='''κορῠθαίολος''': ([[οὕτως]] παρ’ Ἀρκαδ. σ. 86· ἀλλ’ ὁ Εὐστ. 352. 28, -αιόλος), ον· ([[αἰόλλω]])· ― κινῶν τὴν περικεφαλαίαν [[ταχέως]], δηλ. ἔχων ἀπαστράπτουσαν περικεφαλαίαν, ἐπίθ. τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Β· 816. κτλ.· [[ἅπαξ]] τοῦ Ἄρεως, Υ. 38· κ. [[νείκη]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui agite la crinière de son casque, <i>càd</i> guerrier impétueux.<br />'''Étymologie:''' [[κόρυς]], [[αἰόλλω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 10: Line 16:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορυθαίολος]], -ον, και ποιητ. τ. [[κορυθαιόλος]], -ον (Α)<br /> <b>1.</b> (για τον Έκτορα και τον Άρη)<br /> αυτός που κινεί [[ταχέως]] την [[περικεφαλαία]] ή το [[λοφίο]] της («Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε [[μέγας]] [[κορυθαίολος]] Ἕκτωρ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> (κωμ. μτφ. για [[λογομαχία]]) [[σφοδρός]] («ίππολόφων τε λόγων κορυθαίολα [[νείκη]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]], -<i>υθ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> [[αἰόλος]] «γρήγορος»].
|mltxt=[[κορυθαίολος]], -ον, και ποιητ. τ. [[κορυθαιόλος]], -ον (Α)<br /> <b>1.</b> (για τον Έκτορα και τον Άρη)<br /> αυτός που κινεί [[ταχέως]] την [[περικεφαλαία]] ή το [[λοφίο]] της («Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε [[μέγας]] [[κορυθαίολος]] Ἕκτωρ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> (κωμ. μτφ. για [[λογομαχία]]) [[σφοδρός]] («ίππολόφων τε λόγων κορυθαίολα [[νείκη]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]], -<i>υθ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> [[αἰόλος]] «γρήγορος»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κορῠθαίολος:''' -ον, αυτός που έχει απαστράπτουσα [[περικεφαλαία]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κορῠθ-αίολος, ον<br />with [[glancing]] [[helm]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 12:32, 30 November 2022

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui agite la crinière de son casque, càd guerrier impétueux.
Étymologie: κόρυς, αἰόλλω.

German (Pape)

(αἰόλλω), den Helm, den Helmbusch schnell bewegend, wie κορυθάϊξ, mit flatterndem Helmbusch; Hektor, Il. 2.816 und öfter; Ἄρης, 20.38. Komisch sagt Ar. Ran. 817 ἱππολόφων λόγων κορυθαίολα νείκη, helmumflatterter Kampf. Den Akzent bestätigt Arcad. p. 86; einige Alte aber schrieben κορυθαιόλος.

Russian (Dvoretsky)

κορῠθαίολος: Hom., Arph. = κορυθάϊξ.

Greek (Liddell-Scott)

κορῠθαίολος: (οὕτως παρ’ Ἀρκαδ. σ. 86· ἀλλ’ ὁ Εὐστ. 352. 28, -αιόλος), ον· (αἰόλλω)· ― κινῶν τὴν περικεφαλαίαν ταχέως, δηλ. ἔχων ἀπαστράπτουσαν περικεφαλαίαν, ἐπίθ. τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Β· 816. κτλ.· ἅπαξ τοῦ Ἄρεως, Υ. 38· κ. νείκη Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.

English (Autenrieth)

with glancing helm; epith., esp. of Hector and Ares. (Il.)

Greek Monolingual

κορυθαίολος, -ον, και ποιητ. τ. κορυθαιόλος, -ον (Α)
1. (για τον Έκτορα και τον Άρη)
αυτός που κινεί ταχέως την περικεφαλαία ή το λοφίο της («Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.)
2. (κωμ. μτφ. για λογομαχία) σφοδρός («ίππολόφων τε λόγων κορυθαίολα νείκη», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος + αἰόλος «γρήγορος»].

Greek Monotonic

κορῠθαίολος: -ον, αυτός που έχει απαστράπτουσα περικεφαλαία, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

κορῠθ-αίολος, ον
with glancing helm, Il.