κουβαρίς: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
(21)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kouvaris
|Transliteration C=kouvaris
|Beta Code=koubari/s
|Beta Code=koubari/s
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὄνος]] <span class="bibl">111</span>, Dsc.2.35 tit. κουβηζός· <b class="b3">στηβεύς</b>, Hsch. κουδριγάριον <b class="b3">ἄλειμμα</b>, = Lat. <b class="b2">quadrigarium, charioteer's</b> ointment, <span class="title">Hippiatr.</span>130. κουκᾶ· <b class="b3">πάππων, ἢ κυκεῶνα</b>, Hsch.</span>
|Definition=-ίδος, ἡ, = [[ὄνος]] ''III'', Dsc.2.35 tit. κουβηζός· [[στηβεύς]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] κουδριγάριον [[ἄλειμμα]], = Lat. [[quadrigarium]], [[charioteer's]] ointment, ''Hippiatr.''130. κουκᾶ· <b class="b3">πάππων, ἢ κυκεῶνα</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κουβαρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] εντόμου που μαζεύεται σαν [[κουβάρι]] [[μπροστά]] σε κίνδυνο, ο [[ίουλος]] ή [[ονίσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. [[κουβαρίς]] και <i>κουβάριον</i> [[είναι]] υποκορ. της λ. [[κόβαρος]]<br />[[ὄνος]] <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i>, η οποία [[είναι]] άγνωστης ετυμολ.) Το [[έντομο]] αυτό έλαβε την [[ονομασία]] του [[επειδή]] κουλλουριάζεται, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το [[κουβάρι]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της σημασιολογικής του συγγένειας με το [[έντομο]] εξαιτίας του χαρακτηριστικού του [[αυτού]]].
|mltxt=[[κουβαρίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br />[[είδος]] εντόμου που μαζεύεται σαν [[κουβάρι]] [[μπροστά]] σε κίνδυνο, ο [[ίουλος]] ή [[ονίσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. [[κουβαρίς]] και <i>κουβάριον</i> [[είναι]] υποκορ. της λ. [[κόβαρος]]<br />[[ὄνος]] <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i>, η οποία [[είναι]] άγνωστης ετυμολ.) Το [[έντομο]] αυτό έλαβε την [[ονομασία]] του [[επειδή]] κουλλουριάζεται, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το [[κουβάρι]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της σημασιολογικής του συγγένειας με το [[έντομο]] εξαιτίας του χαρακτηριστικού του [[αυτού]]].
}}
{{etym
|etymtx=-ίδος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: [[wood-louse]] (Dsc. 2, 35 tit.).<br />Derivatives: Diminut. of <b class="b3">κόβαρος ὄνος</b> (`<b class="b2">id.</b>'; cod. [[ἄνθρωπος]], i. e. [[ἄνος]]) H. Another diminutiveformation is NGr. [[κουβάρι]] `[[clew]] (Kukules [[Λεξ]]. <b class="b3">῎Αρχ</b>. 5, 34) with the denomin. [[κουβαρίζω]] ([[varia lectio|v.l.]] <b class="b3">-ιάζω</b>) = [[μηρύομαι]], i. e. `<b class="b2">wind (together)</b>' (sch. Theoc. 1, 29, also NGr.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: After K. (s. also Strömberg Wortstud. 12) the animal was so called, because it can roll itself together; it is also possible, that the clew has its name from the [[wood-louse]]. The word is unexplained.
}}
{{FriskDe
|ftr='''κουβαρίς''': -ίδος<br />{koubarís}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Assel]] (Dsk. 2, 35 tit.).<br />'''Etymology''': Deminutivum von [[κόβαρος]]· [[ὄνος]] (ib.; cod. [[ἄνθρωπος]], d. i. ἄνο̄ς) H. Eine andere Deminutivbildung ist ngr. κουβάρι [[Knäuel]] (Kukules Λεξ. ‘Ἀρχ. 5, 34) mit dem Denominativum κουβαρίζω ([[varia lectio|v.l.]] -ιάζω) = [[μηρύομαι]], d. i. [[winden]], [[zusammenwickeln]] (Sch. Theok. 1, 29, auch ngr.). Nach K. (s. auch Strömberg Wortstud. 12) wurde das Tier so genannt, weil es sich zusammenrollen kann; ebenso möglich ist, daß der Knäuel seinen Namen von der Assel bezogen hat. Das Wort ist sowieso unerklärt.<br />'''Page''' 1,934
}}
}}

Latest revision as of 14:09, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουβαρίς Medium diacritics: κουβαρίς Low diacritics: κουβαρίς Capitals: ΚΟΥΒΑΡΙΣ
Transliteration A: koubarís Transliteration B: koubaris Transliteration C: kouvaris Beta Code: koubari/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = ὄνος III, Dsc.2.35 tit. κουβηζός· στηβεύς, Hsch. κουδριγάριον ἄλειμμα, = Lat. quadrigarium, charioteer's ointment, Hippiatr.130. κουκᾶ· πάππων, ἢ κυκεῶνα, Hsch.

Greek Monolingual

κουβαρίς, -ίδος, ἡ (Α)
είδος εντόμου που μαζεύεται σαν κουβάρι μπροστά σε κίνδυνο, ο ίουλος ή ονίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. κουβαρίς και κουβάριον είναι υποκορ. της λ. κόβαρος
ὄνος (κατά τον Ησύχ.), η οποία είναι άγνωστης ετυμολ.) Το έντομο αυτό έλαβε την ονομασία του επειδή κουλλουριάζεται, ενώ, κατ' άλλη άποψη, το κουβάρι ονομάστηκε έτσι λόγω της σημασιολογικής του συγγένειας με το έντομο εξαιτίας του χαρακτηριστικού του αυτού].

Frisk Etymological English

-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: wood-louse (Dsc. 2, 35 tit.).
Derivatives: Diminut. of κόβαρος ὄνος (`id.'; cod. ἄνθρωπος, i. e. ἄνος) H. Another diminutiveformation is NGr. κουβάρι `clew (Kukules Λεξ. ῎Αρχ. 5, 34) with the denomin. κουβαρίζω (v.l. -ιάζω) = μηρύομαι, i. e. `wind (together)' (sch. Theoc. 1, 29, also NGr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: After K. (s. also Strömberg Wortstud. 12) the animal was so called, because it can roll itself together; it is also possible, that the clew has its name from the wood-louse. The word is unexplained.

Frisk Etymology German

κουβαρίς: -ίδος
{koubarís}
Grammar: f.
Meaning: Assel (Dsk. 2, 35 tit.).
Etymology: Deminutivum von κόβαρος· ὄνος (ib.; cod. ἄνθρωπος, d. i. ἄνο̄ς) H. Eine andere Deminutivbildung ist ngr. κουβάρι Knäuel (Kukules Λεξ. ‘Ἀρχ. 5, 34) mit dem Denominativum κουβαρίζω (v.l. -ιάζω) = μηρύομαι, d. i. winden, zusammenwickeln (Sch. Theok. 1, 29, auch ngr.). Nach K. (s. auch Strömberg Wortstud. 12) wurde das Tier so genannt, weil es sich zusammenrollen kann; ebenso möglich ist, daß der Knäuel seinen Namen von der Assel bezogen hat. Das Wort ist sowieso unerklärt.
Page 1,934