ἀνώμοτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(3)
 
mNo edit summary
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anomotos
|Transliteration C=anomotos
|Beta Code=a)nw/motos
|Beta Code=a)nw/motos
|Definition=ον, (ὄμνυμι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unsworn, not bound by oath</b>, ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φρὴν ἀ. <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>612</span>; ἀ. μάρτυρες <span class="bibl">Antipho 5.12</span>, cf. <span class="bibl">D. 21.86</span>; θεῶν ἀνώμοτος <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>737</span>. Adv. -τως <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Or.</span>28(49).94</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">not sworn to</b>, εἰρήνη <span class="bibl">D.19.204</span>.</span>
|Definition=ἀνώμοτον, ([[ὄμνυμι]])<br><span class="bld">A</span> [[unsworn]], [[not bound by oath]], ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φρὴν ἀ. E.''Hipp.''612; ἀ. μάρτυρες Antipho 5.12, cf. D. 21.86; θεῶν ἀνώμοτος E.''Med.''737. Adv. [[ἀνωμότως]] = [[without oath]] Aristid.''Or.''28(49).94.<br><span class="bld">II</span> [[not sworn to]], εἰρήνη D.19.204.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[que no ha jurado]], <i>CID</i> 1.9B.32 (IV a.C.), ὁ φεύγων Pl.<i>Lg</i>.948d, ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φρὴν [[ἀνώμοτος]] E.<i>Hipp</i>.612, θεῶν [[ἀνώμοτος]] E.<i>Med</i>.737, μάρτυρες Antipho 5.12, cf. D.21.86, 24.78, διαιτηταί Is.5.32, σύ Luc.<i>Tox</i>.42.<br /><b class="num">2</b> [[no jurado]], [[no consagrado con juramento]] εἰρήνη D.19.204, ὅρκος Polyaen.8.12.10.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀνωμότως]] =  [[sin jurar]] Aristid.<i>Or</i>.28.94.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0268.png Seite 268]] ([[ὄμνυμι]]), der nicht geschworen hat, ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φρᾷν [[ἀνώμοτος]] Eur. Hipp. 612; Plat. Legg. XII, 948 d; durch keinen Eid gebunden, unvereidigt, μάρτυρες, δικασταί, Antiph. 5, 12; – [[εἰρήνη]] Dem. 19, 204, nicht beschworen.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n'a pas juré;<br /><b>2</b> [[non consacré par un serment]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὄμνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνώμοτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[не поклявшийся]], [[не давший клятвы]] Plat., Arst., Dem.: ἡ γλῶσσ᾽ ὀμώμοχ᾽, ἡ δὲ φρὴν ἀ. Eur. поклялись уста, но душа клятвой не связана;<br /><b class="num">2</b> [[не освященный клятвой]] ([[εἰρήνη]] Dem.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀνώμοτος''': -ον, ([[ὄμνυμι]]), ὁ μὴ ὀμόσας, ὁ μὴ ὁρκισθείς, μὴ δεδεμένος ἢ ὑποχρεωμένος δι’ ὅρκου, ἡ, γλῶσσ’ ὀμώμοχ’ ἡ δὲ φρὴν [[ἀνώμοτος]] Εὐρ. Ἱππ. 612, πρβλ. Ἀριστ. Θεσμ. 275, Ἀριστ. Ρητ. 3. 13, 8· ἀνώμοτοι μάρτυρες Ἀντιφῶν 130. 40, πρβλ. Δημ. 542. 14· θεῶν [[ἀνώμοτος]] ([[ἐνώμοτος]], Ναύκιος) Εὐρ. Μήδ. 737: - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστείδ. 2. 287. ΙΙ. [[εἰρήνη]], ἐν ᾗ οἱ συνθηκολογήσαντες δὲν ὡρκίσθησαν, Δημ. 404 ἐν τέλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνώμοτος]], -ον (Α) [[όμνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν ορκίστηκε, που δεν δεσμεύθηκε με όρκο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀνώμοτος]] [[εἰρήνη]]» — η [[ειρήνη]] [[κατά]] την οποία αυτοί που συνθηκολόγησαν δεν ορκίστηκαν.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνώμοτος:''' -ον ([[ὄμνυμι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ανόρκιστος]], μη δεσμευμένος με όρκο, σε Ευρ.· [[θεῶν]] ἀνώματος, [[χωρίς]] να έχει ορκιστεί στους θεούς, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μη ορκισμένος, [[εἰρήνη]], σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὄμνυμι]]<br /><b class="num">I.</b> [[unsworn]], not [[bound]] by [[oath]], Eur.; [[θεῶν]] [[ἀνώμοτος]] without [[swearing]] by the gods, Eur.<br /><b class="num">II.</b> not [[sworn]] to, [[εἰρήνη]] Dem.
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 4 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνώμοτος Medium diacritics: ἀνώμοτος Low diacritics: ανώμοτος Capitals: ΑΝΩΜΟΤΟΣ
Transliteration A: anṓmotos Transliteration B: anōmotos Transliteration C: anomotos Beta Code: a)nw/motos

English (LSJ)

ἀνώμοτον, (ὄμνυμι)
A unsworn, not bound by oath, ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φρὴν ἀ. E.Hipp.612; ἀ. μάρτυρες Antipho 5.12, cf. D. 21.86; θεῶν ἀνώμοτος E.Med.737. Adv. ἀνωμότως = without oath Aristid.Or.28(49).94.
II not sworn to, εἰρήνη D.19.204.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. que no ha jurado, CID 1.9B.32 (IV a.C.), ὁ φεύγων Pl.Lg.948d, ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος E.Hipp.612, θεῶν ἀνώμοτος E.Med.737, μάρτυρες Antipho 5.12, cf. D.21.86, 24.78, διαιτηταί Is.5.32, σύ Luc.Tox.42.
2 no jurado, no consagrado con juramento εἰρήνη D.19.204, ὅρκος Polyaen.8.12.10.
II adv. ἀνωμότως = sin jurar Aristid.Or.28.94.

German (Pape)

[Seite 268] (ὄμνυμι), der nicht geschworen hat, ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φρᾷν ἀνώμοτος Eur. Hipp. 612; Plat. Legg. XII, 948 d; durch keinen Eid gebunden, unvereidigt, μάρτυρες, δικασταί, Antiph. 5, 12; – εἰρήνη Dem. 19, 204, nicht beschworen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n'a pas juré;
2 non consacré par un serment.
Étymologie: , ὄμνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνώμοτος:
1 не поклявшийся, не давший клятвы Plat., Arst., Dem.: ἡ γλῶσσ᾽ ὀμώμοχ᾽, ἡ δὲ φρὴν ἀ. Eur. поклялись уста, но душа клятвой не связана;
2 не освященный клятвой (εἰρήνη Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνώμοτος: -ον, (ὄμνυμι), ὁ μὴ ὀμόσας, ὁ μὴ ὁρκισθείς, μὴ δεδεμένος ἢ ὑποχρεωμένος δι’ ὅρκου, ἡ, γλῶσσ’ ὀμώμοχ’ ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος Εὐρ. Ἱππ. 612, πρβλ. Ἀριστ. Θεσμ. 275, Ἀριστ. Ρητ. 3. 13, 8· ἀνώμοτοι μάρτυρες Ἀντιφῶν 130. 40, πρβλ. Δημ. 542. 14· θεῶν ἀνώμοτος (ἐνώμοτος, Ναύκιος) Εὐρ. Μήδ. 737: - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστείδ. 2. 287. ΙΙ. εἰρήνη, ἐν ᾗ οἱ συνθηκολογήσαντες δὲν ὡρκίσθησαν, Δημ. 404 ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ἀνώμοτος, -ον (Α) όμνυμι
1. αυτός που δεν ορκίστηκε, που δεν δεσμεύθηκε με όρκο
2. φρ. «ἀνώμοτος εἰρήνη» — η ειρήνη κατά την οποία αυτοί που συνθηκολόγησαν δεν ορκίστηκαν.

Greek Monotonic

ἀνώμοτος: -ον (ὄμνυμι),
I. ανόρκιστος, μη δεσμευμένος με όρκο, σε Ευρ.· θεῶν ἀνώματος, χωρίς να έχει ορκιστεί στους θεούς, στον ίδ.
II. μη ορκισμένος, εἰρήνη, σε Δημ.

Middle Liddell

ὄμνυμι
I. unsworn, not bound by oath, Eur.; θεῶν ἀνώμοτος without swearing by the gods, Eur.
II. not sworn to, εἰρήνη Dem.