μηχανοστάσιο: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
(25)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[μηχανοστάσιο]] ν)<br /><b>1.</b> [[χώρος]] εργοστασίου ή και πλοίου όπου [[είναι]] μόνιμα εγκατεστημένες μηχανές για την [[απόδοση]] συγκεκριμένου έργου<br /><b>2.</b> <b>(σιδηροδρ.)</b> [[υπόστεγος]] [[χώρος]] στον οποίο σταθμεύουν μηχανὲς έλξης και λοιπά σιδηροδρομικά οχήματα, με σκοπό την [[επισκευή]], τη [[συντήρηση]] ή τη φύλαξή τους<br /><b>αρχ.</b><br />η [[βάση]] αρδευτικής μηχανής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στάσιο</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[στάτης]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οπλο</i>-<i>στάσιο</i>].
|mltxt=το (Α [[μηχανοστάσιο]] ν)<br /><b>1.</b> [[χώρος]] εργοστασίου ή και πλοίου όπου [[είναι]] μόνιμα εγκατεστημένες μηχανές για την [[απόδοση]] συγκεκριμένου έργου<br /><b>2.</b> <b>(σιδηροδρ.)</b> [[υπόστεγος]] [[χώρος]] στον οποίο σταθμεύουν μηχανὲς έλξης και λοιπά σιδηροδρομικά οχήματα, με σκοπό την [[επισκευή]], τη [[συντήρηση]] ή τη φύλαξή τους<br /><b>αρχ.</b><br />η [[βάση]] αρδευτικής μηχανής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στάσιο</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[στάτης]]), [[πρβλ]]. [[οπλοστάσιο]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

το (Α μηχανοστάσιο ν)
1. χώρος εργοστασίου ή και πλοίου όπου είναι μόνιμα εγκατεστημένες μηχανές για την απόδοση συγκεκριμένου έργου
2. (σιδηροδρ.) υπόστεγος χώρος στον οποίο σταθμεύουν μηχανὲς έλξης και λοιπά σιδηροδρομικά οχήματα, με σκοπό την επισκευή, τη συντήρηση ή τη φύλαξή τους
αρχ.
η βάση αρδευτικής μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -στάσιο (< -στάτης), πρβλ. οπλοστάσιο].