λεόντειος: Difference between revisions

From LSJ

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532
(22)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leonteios
|Transliteration C=leonteios
|Beta Code=leo/nteios
|Beta Code=leo/nteios
|Definition=α, ον, also late ος, ον, v. infr. <span class="bibl">3</span>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of a lion</b>, τῆς λ. &lt;δορᾶς&gt; <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>109</span>; δέρμα <span class="bibl">Theoc. 24.136</span>; στέαρ Gal.13.631,al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">lion-like</b>, δύναμις <span class="bibl">Epich.[301]</span>; βία <span class="title">AP</span>9.221 (Marc. Arg.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b3">ἡ λεόντειος πόα</b>, = [[ὀροβάγχη]], <span class="title">Gp.</span>2.42.3.</span>
|Definition=α, ον, also late ος, ον, v. infr. 3,<br><span class="bld">A</span> [[of a lion]], τῆς λ. A.''Fr.''109; δέρμα Theoc. 24.136; στέαρ Gal.13.631,al.<br><span class="bld">2</span> [[lion-like]], δύναμις Epich.[301]; βία ''AP''9.221 (Marc. Arg.).<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">ἡ λεόντειος πόα</b>, = [[ὀροβάγχη]], ''Gp.''2.42.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0028.png Seite 28]] poet. = Folgdm; [[δορά]] Aesch. frg. 96, wie [[δέρμα]] Theocr. 24, 34; γένυες, Opp. Cyn. 3, 233; βία, M. Argent. 27 (IX, 221).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0028.png Seite 28]] poet. = Folgdm; [[δορά]] Aesch. frg. 96, wie [[δέρμα]] Theocr. 24, 34; γένυες, Opp. Cyn. 3, 233; βία, M. Argent. 27 (IX, 221).
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[de lion]].<br />'''Étymologie:''' [[λέων]].
}}
{{elru
|elrutext='''λεόντειος:''' [[львиный]] ([[δορά]] Aesch.; ὄνυχες Plut.; [[δέρμα]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λεόντειος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] μεταγ. ος, ον, εἰς λέοντα ἀνήκων, τῆς λ. δορᾶς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 108· δέρμα Θεόκρ. 24. 134. 2) ὡς ὁ τοῦ λέοντος, [[δύναμις]] Ἐπίχ. παρὰ Fulgent. Myth. 3. 1. 3) ἡ [[λεόντειος]] πόα = [[ὀροβάγχη]], Γεωπ. 2. 42. 3, Ἡσύχ.
|lstext='''λεόντειος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] μεταγ. ος, ον, εἰς λέοντα ἀνήκων, τῆς λ. δορᾶς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 108· δέρμα Θεόκρ. 24. 134. 2) ὡς ὁ τοῦ λέοντος, [[δύναμις]] Ἐπίχ. παρὰ Fulgent. Myth. 3. 1. 3) ἡ [[λεόντειος]] πόα = [[ὀροβάγχη]], Γεωπ. 2. 42. 3, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de lion.<br />'''Étymologie:''' [[λέων]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[λεόντειος]], -εία, -ον, Α θηλ. και -ος)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[λιοντάρι]], [[λιονταρήσιος]] («[[δέρμα]] λεόντειον», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που η ίδρυσή του ανάγεται στον πάπα Λεόντιο ΙΓ' («[[λεόντειος]] [[σχολή]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λεόντειος]] [[εταιρεία]]» — [[εταιρεία]] της οποίας [[ένας]] ή περισσότεροι εταίροι συμμετέχουν μόνο στα κέρδη και απαλλάσσονται από τις ζημίες<br />β) «λεόντειο [[προσωπείο]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[λεοντίαση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λεόντειος]] πόα» — το [[φυτό]] [[οροβάγχη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[λεοντεία]]<br />α) [[λεοντή]]<br />β) (εσφ. ανάγν.) [[αγριότητα]], [[θηριωδία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με [[λιοντάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέων]], -<i>οντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i>. Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τον τ. <i>rewotejo</i>].
|mltxt=-α, -ο (AM [[λεόντειος]], -εία, -ον, Α θηλ. και -ος)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[λιοντάρι]], [[λιονταρήσιος]] («[[δέρμα]] λεόντειον», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που η ίδρυσή του ανάγεται στον πάπα Λεόντιο ΙΓ' («[[λεόντειος]] [[σχολή]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λεόντειος]] [[εταιρεία]]» — [[εταιρεία]] της οποίας [[ένας]] ή περισσότεροι εταίροι συμμετέχουν μόνο στα κέρδη και απαλλάσσονται από τις ζημίες<br />β) «λεόντειο [[προσωπείο]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[λεοντίαση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λεόντειος]] πόα» — το [[φυτό]] [[οροβάγχη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[λεοντεία]]<br />α) [[λεοντή]]<br />β) (εσφ. ανάγν.) [[αγριότητα]], [[θηριωδία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με [[λιοντάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέων]], -<i>οντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i>. Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τον τ. <i>rewotejo</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεόντειος Medium diacritics: λεόντειος Low diacritics: λεόντειος Capitals: ΛΕΟΝΤΕΙΟΣ
Transliteration A: leónteios Transliteration B: leonteios Transliteration C: leonteios Beta Code: leo/nteios

English (LSJ)

α, ον, also late ος, ον, v. infr. 3,
A of a lion, τῆς λ. A.Fr.109; δέρμα Theoc. 24.136; στέαρ Gal.13.631,al.
2 lion-like, δύναμις Epich.[301]; βία AP9.221 (Marc. Arg.).
3 ἡ λεόντειος πόα, = ὀροβάγχη, Gp.2.42.3.

German (Pape)

[Seite 28] poet. = Folgdm; δορά Aesch. frg. 96, wie δέρμα Theocr. 24, 34; γένυες, Opp. Cyn. 3, 233; βία, M. Argent. 27 (IX, 221).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de lion.
Étymologie: λέων.

Russian (Dvoretsky)

λεόντειος: львиный (δορά Aesch.; ὄνυχες Plut.; δέρμα Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

λεόντειος: -α, -ον, ὡσαύτως μεταγ. ος, ον, εἰς λέοντα ἀνήκων, τῆς λ. δορᾶς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 108· δέρμα Θεόκρ. 24. 134. 2) ὡς ὁ τοῦ λέοντος, δύναμις Ἐπίχ. παρὰ Fulgent. Myth. 3. 1. 3) ἡ λεόντειος πόα = ὀροβάγχη, Γεωπ. 2. 42. 3, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM λεόντειος, -εία, -ον, Α θηλ. και -ος)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λιοντάρι, λιονταρήσιοςδέρμα λεόντειον», Θεόκρ.)
νεοελλ.
1. αυτός που η ίδρυσή του ανάγεται στον πάπα Λεόντιο ΙΓ' («λεόντειος σχολή»)
2. φρ. α) «λεόντειος εταιρεία» — εταιρεία της οποίας ένας ή περισσότεροι εταίροι συμμετέχουν μόνο στα κέρδη και απαλλάσσονται από τις ζημίες
β) «λεόντειο προσωπείο»
ιατρ. η λεοντίαση
μσν.
φρ. «λεόντειος πόα» — το φυτό οροβάγχη
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ.λεοντεία
α) λεοντή
β) (εσφ. ανάγν.) αγριότητα, θηριωδία
αρχ.
αυτός που μοιάζει με λιοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, -οντος + επίθημα -ειος. Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τον τ. rewotejo].