λιτουργός: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(23)
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιτουργός]], -όν και λιτοργός, λιτωργός, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[πανούργος]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λιτουργόν]]<br />κακοῡργον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιτός]] (I) <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].
|mltxt=[[λιτουργός]], -όν και λιτοργός, λιτωργός, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[πανούργος]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λιτουργόν]]<br />κακοῦργον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιτός]] (I) <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].
}}
{{pape
|ptext=eigtl. [[λειτουργός]], aber nur in der Bdtg von [[λεωργός]], [[πανοῦργος]], Gramm. Bei Hesych. steht [[dafür]] λιτούριος, was wohl zu [[ändern]] ist.
}}
}}

Latest revision as of 16:50, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

λιτουργός: -όν, κατὰ τὸν Ἡσύχ. πανοῦργος, Σιμων. Ἰαμβ. 6. 12, μετὰ διαφ. γραφῆς, λιτοργός, -ωργός· - ὅθεν λιτουργέω, = κακὰ λέγω, κατὰ τὸν Δίδυμον παρ’ Ἀμμων. - Ἐν μεταγεν. ἐπιγραφαῖς ἐνίοτε φέρονται τὰ λιτουργός, έω, -ημα, -ία, ἀντὶ τῶν λειτουργός, κτλ.

Greek Monolingual

λιτουργός, -όν και λιτοργός, λιτωργός, -όν (Α)
1. πανούργος
2. (κατά τον Ησύχ.) «λιτουργόν
κακοῦργον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + -ουργός (< ἔργον)].

German (Pape)

eigtl. λειτουργός, aber nur in der Bdtg von λεωργός, πανοῦργος, Gramm. Bei Hesych. steht dafür λιτούριος, was wohl zu ändern ist.