μεσαιπόλιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
(24)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mesaipolios
|Transliteration C=mesaipolios
|Beta Code=mesaipo/lios
|Beta Code=mesaipo/lios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">half-grey, grizzled</b>, i.e. <b class="b2">middle-aged</b>, <span class="bibl">11.13.361</span>, <span class="bibl">App.<span class="title">Hann.</span>6</span>, <span class="bibl">Aesop.56</span>, <span class="bibl">Tryph.168</span>, <span class="bibl">Zos.1.51</span>, <span class="title">AP</span>5.233 (Paul. Sil.).</span>
|Definition=μεσαιπόλιον, [[half-grey]], [[grizzled]], i.e. [[middle-aged]], 11.13.361, App.''Hann.''6, Aesop.56, Tryph.168, Zos.1.51, ''AP''5.233 (Paul. Sil.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0136.png Seite 136]] grau dazwischen, halb grau, mit Grau gemischt, Il. 13, 361 von dem aus dem Mannesalter ins Greisenalter übergehenden Idomeneus; Alciphr. 3, 25; Long. 4, 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0136.png Seite 136]] grau dazwischen, halb grau, mit Grau gemischt, Il. 13, 361 von dem aus dem Mannesalter ins Greisenalter übergehenden Idomeneus; Alciphr. 3, 25; Long. 4, 13.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[à demi blanc]], [[grisonnant]].<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[πολιός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεσαιπόλιος:''' [μέσαι - locativus к [[μέσος]] наполовину седой, с проседью ([[Ἰδομενεύς]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσαιπόλιος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[μεσοπόλιος]], κατὰ τὸ ἥμισυ [[πολιός]], «[[ψαρός]]», [[μεσῆλιξ]], [[μεσόκοπος]], Ἰλ. Ν. 361, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 234· πρβλ. [[σπαρτοπόλιος]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεσαιπόλιος]]· οὐ [[σφόδρα]] πεπολιωμένος, ἀλλὰ [[μέσος]], [[οὔπω]] [[γέρων]]».
|lstext='''μεσαιπόλιος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[μεσοπόλιος]], κατὰ τὸ ἥμισυ [[πολιός]], «[[ψαρός]]», [[μεσῆλιξ]], [[μεσόκοπος]], Ἰλ. Ν. 361, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 234· πρβλ. [[σπαρτοπόλιος]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεσαιπόλιος]]· οὐ [[σφόδρα]] πεπολιωμένος, ἀλλὰ [[μέσος]], [[οὔπω]] [[γέρων]]».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à demi blanc, grisonnant.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[πολιός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσαιπόλιος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μεσοπόλιος]].
|mltxt=[[μεσαιπόλιος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μεσοπόλιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεσαιπόλιος:''' -ον, ποιητ. αντί [[μεσοπόλιος]], αυτός που τα μισά μαλλιά του είναι γκρίζα, αυτός που έχει ψαρά μαλλιά, δηλ. [[μεσήλικας]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μεσαι-πόλιος, ον [poetic for [[μεσοπόλιος]]<br />[[half]]-[[gray]], [[grizzled]], i. e. [[middle]]-[[aged]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσαιπόλιος Medium diacritics: μεσαιπόλιος Low diacritics: μεσαιπόλιος Capitals: ΜΕΣΑΙΠΟΛΙΟΣ
Transliteration A: mesaipólios Transliteration B: mesaipolios Transliteration C: mesaipolios Beta Code: mesaipo/lios

English (LSJ)

μεσαιπόλιον, half-grey, grizzled, i.e. middle-aged, 11.13.361, App.Hann.6, Aesop.56, Tryph.168, Zos.1.51, AP5.233 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 136] grau dazwischen, halb grau, mit Grau gemischt, Il. 13, 361 von dem aus dem Mannesalter ins Greisenalter übergehenden Idomeneus; Alciphr. 3, 25; Long. 4, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à demi blanc, grisonnant.
Étymologie: μέσος, πολιός.

Russian (Dvoretsky)

μεσαιπόλιος: [μέσαι - locativus к μέσος наполовину седой, с проседью (Ἰδομενεύς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μεσαιπόλιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ μεσοπόλιος, κατὰ τὸ ἥμισυ πολιός, «ψαρός», μεσῆλιξ, μεσόκοπος, Ἰλ. Ν. 361, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 234· πρβλ. σπαρτοπόλιος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεσαιπόλιος· οὐ σφόδρα πεπολιωμένος, ἀλλὰ μέσος, οὔπω γέρων».

English (Autenrieth)

(μέσος, πολιός): halfgray, grizzled, Il. 13.361†.

Greek Monolingual

μεσαιπόλιος, -ον (Α)
βλ. μεσοπόλιος.

Greek Monotonic

μεσαιπόλιος: -ον, ποιητ. αντί μεσοπόλιος, αυτός που τα μισά μαλλιά του είναι γκρίζα, αυτός που έχει ψαρά μαλλιά, δηλ. μεσήλικας, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μεσαι-πόλιος, ον [poetic for μεσοπόλιος
half-gray, grizzled, i. e. middle-aged, Il.