Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ναυπηγικός: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(26)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nafpigikos
|Transliteration C=nafpigikos
|Beta Code=nauphgiko/s
|Beta Code=nauphgiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">for shipbuilding</b>, πέλεκυς <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMort.</span>10.9</span>: <b class="b3">-κή</b> (with or without <b class="b3">τέχνη</b>), <b class="b2">art of shipbuilding</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1094a8</span>, <span class="bibl">Gal. <span class="title">Thras.</span>5</span>: Subst., <span class=foreign>τὸ ναυπηγκόν Plu.2.571f; <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">contract for building a ship</b>, PLond.3.1164h14 (iii A.D.).</span>
|Definition=ναυπηγική, ναυπηγικόν,<br><span class="bld">A</span> [[for shipbuilding]], [[πέλεκυς]] Luc.DMort.10.9: [[ναυπηγική]] (with or without [[τέχνη]]), [[art of shipbuilding]], Arist.EN1094a8, Gal. Thras.5: Subst., [[τὸ ναυπηγικόν]] Plu.2.571f;<br><span class="bld">A</span> [[contract for building a ship]], PLond.3.1164h14 (iii A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0232.png Seite 232]] ή, όν, zum Schiffsbau gehörig, geschickt, Sp., wie Luc. Mort. D. 10, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0232.png Seite 232]] ή, όν, zum Schiffsbau gehörig, geschickt, Sp., wie Luc. Mort. D. 10, 9.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la construction navale ; τὸ ναυπηγικόν l'art de construire des navires.<br />'''Étymologie:''' [[ναυπηγός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ναυπηγικός:'''<br /><b class="num">I</b> [[кораблестроительный]], [[употребляемый при постройке судов]] Arst.<br /><b class="num">II</b> ὁ [[кораблестроитель]] ([[πέλεκυς]] τῶν ναυπηγικῶν Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ναυπηγικός''': -ή, -όν, [[ἔμπειρος]], [[ἐπιτήδειος]] εἰς ναυπηγίαν, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 9· ― ἡ ναυπηγικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ναυπηγεῖν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 1, 3· ― οὕτω, τὸ ναυπηγικόν, Πλούτ. 2. 571F.
|lstext='''ναυπηγικός''': -ή, -όν, [[ἔμπειρος]], [[ἐπιτήδειος]] εἰς ναυπηγίαν, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 9· ― ἡ ναυπηγικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ναυπηγεῖν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 1, 3· ― οὕτω, τὸ ναυπηγικόν, Πλούτ. 2. 571F.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la construction navale ; τὸ ναυπηγικόν l’art de construire des navires.<br />'''Étymologie:''' [[ναυπηγός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[ναυπηγικός]], -ή, -όν) [[ναυπηγός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ναυπηγία]] ή αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για τη [[ναυπηγία]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>η ναυπηγική</i> και <i>το ναυπηγικό</i><br />α) η [[επιστήμη]] και η [[τέχνη]] της σχεδίασης και κατασκευής πλοίων, η [[τέχνη]] του ναυπηγού<br />β) [[ναυπήγηση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ναυπηγική [[κλίνη]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[χώρος]] συναρμολόγησης τών ξύλινων πλοίων<br /><b>αρχ.</b><br />[[συμβόλαιο]] για την [[κατασκευή]] πλοίου.
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[ναυπηγικός]], -ή, -όν) [[ναυπηγός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ναυπηγία]] ή αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για τη [[ναυπηγία]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>η ναυπηγική</i> και <i>το ναυπηγικό</i><br />α) η [[επιστήμη]] και η [[τέχνη]] της σχεδίασης και κατασκευής πλοίων, η [[τέχνη]] του ναυπηγού<br />β) [[ναυπήγηση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ναυπηγική [[κλίνη]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[χώρος]] συναρμολόγησης τών ξύλινων πλοίων<br /><b>αρχ.</b><br />[[συμβόλαιο]] για την [[κατασκευή]] πλοίου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ναυπηγικός:''' -ή, -όν, [[ικανός]], [[έμπειρος]] στην [[κατασκευή]] πλοίων, σε Λουκ.· <i>ἡ ναυπηγική</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[τέχνη]] και [[τεχνική]] κατασκευής πλοίων, σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ναυπηγικός]], ή, όν (from [[ναυπηγός]]) [[skilled]] in [[shipbuilding]], Luc.: ἡ ναυπηγική (''[[sc.]]'' τέχνη the art of shipbuilding, Arist.
}}
}}

Latest revision as of 09:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυπηγικός Medium diacritics: ναυπηγικός Low diacritics: ναυπηγικός Capitals: ΝΑΥΠΗΓΙΚΟΣ
Transliteration A: naupēgikós Transliteration B: naupēgikos Transliteration C: nafpigikos Beta Code: nauphgiko/s

English (LSJ)

ναυπηγική, ναυπηγικόν,
A for shipbuilding, πέλεκυς Luc.DMort.10.9: ἡ ναυπηγική (with or without τέχνη), art of shipbuilding, Arist.EN1094a8, Gal. Thras.5: Subst., τὸ ναυπηγικόν Plu.2.571f;
A contract for building a ship, PLond.3.1164h14 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 232] ή, όν, zum Schiffsbau gehörig, geschickt, Sp., wie Luc. Mort. D. 10, 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la construction navale ; τὸ ναυπηγικόν l'art de construire des navires.
Étymologie: ναυπηγός.

Russian (Dvoretsky)

ναυπηγικός:
I кораблестроительный, употребляемый при постройке судов Arst.
IIкораблестроитель (πέλεκυς τῶν ναυπηγικῶν Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ναυπηγικός: -ή, -όν, ἔμπειρος, ἐπιτήδειος εἰς ναυπηγίαν, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 9· ― ἡ ναυπηγικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ναυπηγεῖν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 1, 3· ― οὕτω, τὸ ναυπηγικόν, Πλούτ. 2. 571F.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α ναυπηγικός, -ή, -όν) ναυπηγός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναυπηγία ή αυτός που είναι κατάλληλος για τη ναυπηγία
2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η ναυπηγική και το ναυπηγικό
α) η επιστήμη και η τέχνη της σχεδίασης και κατασκευής πλοίων, η τέχνη του ναυπηγού
β) ναυπήγηση
3. φρ. «ναυπηγική κλίνη»
ναυτ. χώρος συναρμολόγησης τών ξύλινων πλοίων
αρχ.
συμβόλαιο για την κατασκευή πλοίου.

Greek Monotonic

ναυπηγικός: -ή, -όν, ικανός, έμπειρος στην κατασκευή πλοίων, σε Λουκ.· ἡ ναυπηγική (ενν. τέχνη), τέχνη και τεχνική κατασκευής πλοίων, σε Αριστ.

Middle Liddell

ναυπηγικός, ή, όν (from ναυπηγός) skilled in shipbuilding, Luc.: ἡ ναυπηγική (sc. τέχνη the art of shipbuilding, Arist.