νησσοκτόνος: Difference between revisions
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
(27) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νησσοκτόνος]] και [[νηττοκτόνος]], -ον (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώνει πάπιες<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[νησσοκτόνος]] και [[νηττοκτόνος]], -ον (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώνει πάπιες<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[νησσοκτόνος]]<br />[[είδος]] αετού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῆσσα]] / [[νῆττα]] «[[πάπια]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μηλο</i>-[[κτόνος]], <i>ταυρο</i>-[[κτόνος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 14 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
νησσοκτόνος: ἢ νηττοκτόνος, ον, ὁ κτείνων, φονεύων νήσσας, νηττοκτόνος κίρκος Φιλῆς περὶ Ζῴων, 14, 6, σ. 58, 6.
Greek Monolingual
νησσοκτόνος και νηττοκτόνος, -ον (Μ)
1. αυτός που σκοτώνει πάπιες
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ νησσοκτόνος
είδος αετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσσα / νῆττα «πάπια» + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μηλο-κτόνος, ταυρο-κτόνος.