ομοκλινής: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ὁμοκλινής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ομοκλινής]] [[δομή]]»<br /><b>γεωλ.</b> [[σειρά]] γεωλογογικών στρωμάτων τα οποία κλίνουν [[προς]] μία [[κατεύθυνση]] υπό σταθερή [[γωνία]]<br />β) «[[ομοκλινής]] [[ράχη]]»<br /><b>(γεωμορφ.)</b> γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν κρημνό —ή [[μέτωπο]]— στη μία [[πλευρά]] και από μία ομαλή κλιτύ από την [[άλλη]], αλλ. [[κουέστα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ομόκλινος]], αυτός που πλαγιάζει στο ίδιο [[ανάκλιντρο]] [[δίπλα]] στο [[τραπέζι]], [[ομοτράπεζος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>επι</i>-<i>κλινής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ὁμοκλινής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ομοκλινής]] [[δομή]]»<br /><b>γεωλ.</b> [[σειρά]] γεωλογογικών στρωμάτων τα οποία κλίνουν [[προς]] μία [[κατεύθυνση]] υπό σταθερή [[γωνία]]<br />β) «[[ομοκλινής]] [[ράχη]]»<br /><b>(γεωμορφ.)</b> γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν κρημνό —ή [[μέτωπο]]— στη μία [[πλευρά]] και από μία ομαλή κλιτύ από την [[άλλη]], αλλ. [[κουέστα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ομόκλινος]], αυτός που πλαγιάζει στο ίδιο [[ανάκλιντρο]] [[δίπλα]] στο [[τραπέζι]], [[ομοτράπεζος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]), [[πρβλ]]. [[επικλινής]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ές (Α ὁμοκλινής, -ές)
νεοελλ.
φρ. α) «ομοκλινής δομή»
γεωλ. σειρά γεωλογογικών στρωμάτων τα οποία κλίνουν προς μία κατεύθυνση υπό σταθερή γωνία
β) «ομοκλινής ράχη»
(γεωμορφ.) γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν κρημνό —ή μέτωπο— στη μία πλευρά και από μία ομαλή κλιτύ από την άλλη, αλλ. κουέστα
αρχ.
ομόκλινος, αυτός που πλαγιάζει στο ίδιο ανάκλιντρο δίπλα στο τραπέζι, ομοτράπεζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. επικλινής].