ὠχραντικός: Difference between revisions
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ochrantikos | |Transliteration C=ochrantikos | ||
|Beta Code=w)xrantiko/s | |Beta Code=w)xrantiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὠχραντική, ὠχραντικόν, [[making pale]] or [[wan]], only in Adv. [[ὠχραντικῶς]] κινεῖσθαι, πάσχειν, of jaundiced patients, who see everything with a yellow tinge, S.E.''M.''7.192, 198. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὠχραντικός''': -ή, -όν, ὁ ποιῶν τινα ὠχρόν, μόνον ἐν τῷ ἐπιρρ. -κῶς κινεῖσθαι, πάσχειν, ἐπὶ τὼν ἰκτερικῶν οἵτινες τὰ πάντα βλέπουσιν ἔχοντα χροιάν τινα ὠχράν. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 192, 198. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὠχραίνω]]<br />αυτός που καθιστά κάποιον ή [[κάτι]] ωχρό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὠχραντικῶς</i> Α<br />([[ιδίως]] για τους πάσχοντες από ίκτερο) [[κατά]] τρόπο ωχραντικό. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>blaß, [[bleich]] [[machend]]</i>,<br>• adv. [[ὠχραντικῶς]], Sext.Emp. <i>adv.log</i>. 1.192, 198. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
ὠχραντική, ὠχραντικόν, making pale or wan, only in Adv. ὠχραντικῶς κινεῖσθαι, πάσχειν, of jaundiced patients, who see everything with a yellow tinge, S.E.M.7.192, 198.
Greek (Liddell-Scott)
ὠχραντικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν τινα ὠχρόν, μόνον ἐν τῷ ἐπιρρ. -κῶς κινεῖσθαι, πάσχειν, ἐπὶ τὼν ἰκτερικῶν οἵτινες τὰ πάντα βλέπουσιν ἔχοντα χροιάν τινα ὠχράν. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 192, 198.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ὠχραίνω
αυτός που καθιστά κάποιον ή κάτι ωχρό.
επίρρ...
ὠχραντικῶς Α
(ιδίως για τους πάσχοντες από ίκτερο) κατά τρόπο ωχραντικό.
German (Pape)
blaß, bleich machend,
• adv. ὠχραντικῶς, Sext.Emp. adv.log. 1.192, 198.