ποτιπτήσσω: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(33)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=potiptisso
|Transliteration C=potiptisso
|Beta Code=potipth/ssw
|Beta Code=potipth/ssw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[προσπτ-]] (which is not found), <b class="b2">crouch</b> or <b class="b2">cower towards</b>, <b class="b3">ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι</b> (Ep. pf. part.) <b class="b2">verging towards</b> it, so as to shut it in, <span class="bibl">Od.13.98</span>.</span>
|Definition== [[προσπτήσσω]] (which is not found), [[crouch]] or [[cower towards]], <b class="b3">ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι</b> (Ep. pf. part.) [[verging towards]] it, so as to shut it in, Od.13.98.
}}
{{bailly
|btext=<i>part pf. fém. pl.</i> ποτιπεπτηυῖαι;<br />s'appuyer contre, <i>càd</i> couvrir, protéger <i>en parl. des pointes de terre à l'extrémité d'un port</i>.<br />'''Étymologie:''' épq. p. *προσ-[[πτήσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ποτιπτήσσω:''' дор. = * [[προσπτήσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ποτιπτήσσω''': Δωρ. ἀντὶ προσπτ- ([[ὅπερ]] ἄχρηστον, συμμαζώνομαι πλησίον, [[προσκλίνω]], ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ.), προσκλίνουσαι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἐγκλείωσιν. αὐτόν, Ὀδ. Ν. 98· ― [[ὅπερ]] ὁ Heyne καὶ ἕτεροι λαμβάνουσιν ὡς Ἐπικ., ἀντὶ προσπεπτωκυῖαι ἐκ τοῦ [[προσπίπτω]], ἀλλὰ πρβλ. [[πτήσσω]].
|lstext='''ποτιπτήσσω''': Δωρ. ἀντὶ προσπτ- ([[ὅπερ]] ἄχρηστον, συμμαζώνομαι πλησίον, [[προσκλίνω]], ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ.), προσκλίνουσαι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἐγκλείωσιν. αὐτόν, Ὀδ. Ν. 98· ― [[ὅπερ]] ὁ Heyne καὶ ἕτεροι λαμβάνουσιν ὡς Ἐπικ., ἀντὶ προσπεπτωκυῖαι ἐκ τοῦ [[προσπίπτω]], ἀλλὰ πρβλ. [[πτήσσω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>part pf. fém. pl.</i> ποτιπεπτηυῖαι;<br />s’appuyer contre, <i>càd</i> couvrir, protéger <i>en parl. des pointes de terre à l’extrémité d’un port</i>.<br />'''Étymologie:''' épq. p. *προσ-[[πτήσσω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ζαρώνω]], μαζεύομαι [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[προσκλίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποτί]], τ. [[ισοδύναμος]] του [[πρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πτήσσω]].
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ζαρώνω]], μαζεύομαι [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[προσκλίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποτί]], τ. [[ισοδύναμος]] του [[πρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πτήσσω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποτιπτήσσω:''' Δωρ. αντί προσ-[[πτήσσω]] (που δεν χρησιμ.), μαζεύομαι, [[ζαρώνω]] από φόβο, με γεν., <i>ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι</i>, (Επικ. θηλ. μτχ. παρακ. αντί <i>προσπεπτηκυῖαι</i>), που προσκλίνουν έτσι ώστε να το εγκλείσουν αυτό μέσα τους, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ποτι-[[πτήσσω]], [doric for [[προσπτήσσω]], [[which]] is not in use]<br />to [[crouch]] or [[cower]] [[towards]], c. gen., ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (epic perf. [[part]]. fem. for προσπεπτηκυῖαἰ verging [[towards]] it, so as to [[shut]] it in, Od.
}}
}}

Latest revision as of 10:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτιπτήσσω Medium diacritics: ποτιπτήσσω Low diacritics: ποτιπτήσσω Capitals: ΠΟΤΙΠΤΗΣΣΩ
Transliteration A: potiptḗssō Transliteration B: potiptēssō Transliteration C: potiptisso Beta Code: potipth/ssw

English (LSJ)

= προσπτήσσω (which is not found), crouch or cower towards, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ep. pf. part.) verging towards it, so as to shut it in, Od.13.98.

French (Bailly abrégé)

part pf. fém. pl. ποτιπεπτηυῖαι;
s'appuyer contre, càd couvrir, protéger en parl. des pointes de terre à l'extrémité d'un port.
Étymologie: épq. p. *προσ-πτήσσω.

Russian (Dvoretsky)

ποτιπτήσσω: дор. = * προσπτήσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ποτιπτήσσω: Δωρ. ἀντὶ προσπτ- (ὅπερ ἄχρηστον, συμμαζώνομαι πλησίον, προσκλίνω, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ.), προσκλίνουσαι οὕτως ὥστε νὰ ἐγκλείωσιν. αὐτόν, Ὀδ. Ν. 98· ― ὅπερ ὁ Heyne καὶ ἕτεροι λαμβάνουσιν ὡς Ἐπικ., ἀντὶ προσπεπτωκυῖαι ἐκ τοῦ προσπίπτω, ἀλλὰ πρβλ. πτήσσω.

English (Autenrieth)

perf. part. ποτιπεπτηυῖαι: sink down towards, τινός, Od. 13.98†.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.)
1. ζαρώνω, μαζεύομαι κοντά σε κάποιον
2. προσκλίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + πτήσσω.

Greek Monotonic

ποτιπτήσσω: Δωρ. αντί προσ-πτήσσω (που δεν χρησιμ.), μαζεύομαι, ζαρώνω από φόβο, με γεν., ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι, (Επικ. θηλ. μτχ. παρακ. αντί προσπεπτηκυῖαι), που προσκλίνουν έτσι ώστε να το εγκλείσουν αυτό μέσα τους, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ποτι-πτήσσω, [doric for προσπτήσσω, which is not in use]
to crouch or cower towards, c. gen., ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (epic perf. part. fem. for προσπεπτηκυῖαἰ verging towards it, so as to shut it in, Od.