πρωτουργός: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(35)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=protourgos
|Transliteration C=protourgos
|Beta Code=prwtourgo/s
|Beta Code=prwtourgo/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">primary</b>, κινήσεις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>897a</span>, cf. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>1.5</span>, al.; ἔρωτος ἀρχή <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Alc.</span> p.32</span> C.; ζωή <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span>3</span>, cf. <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span> 4.150b</span>.</span>
|Definition=πρωτουργόν, [[primary]], κινήσεις [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''897a, cf. Iamb.''Myst.''1.5, al.; ἔρωτος ἀρχή Procl.''in Alc.'' p.32 C.; ζωή Iamb.''Protr.''3, cf. Jul.''Or.'' 4.150b.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[zuerst]] [[machend]], [[bewirkend]]</i>, κινήσεις, <i>die [[ersten]], [[ursächlichen]]</i>, Plat. <i>Legg</i>. X.897a.
}}
{{elru
|elrutext='''πρωτουργός:''' [[первоначальный]], [[первичный]] ([[κίνησις]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό / [[πρωτουργός]], -όν, ΝΑ<br />αυτός που [[πρώτος]] δημιουργεί ή δημιούργησε [[κάτι]], που [[πρώτος]] κάνει ή έκανε [[κάτι]], ο [[πρωτεργάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> ο [[πρώτος]] [[αίτιος]], ο [[πρωταίτιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρχικός]], [[αρχέγονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i>].
|mltxt=-ό / [[πρωτουργός]], -όν, ΝΑ<br />αυτός που [[πρώτος]] δημιουργεί ή δημιούργησε [[κάτι]], που [[πρώτος]] κάνει ή έκανε [[κάτι]], ο [[πρωτεργάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> ο [[πρώτος]] [[αίτιος]], ο [[πρωταίτιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρχικός]], [[αρχέγονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i>].
}}
{{elnl
|elnltext=πρωτουργός -όν &#91;[[πρῶτος]], [[ἔργον]]] [[als eerste werkend]], [[primair]]:. πρωτουργοὶ κινήσεις primaire bewegingen Plat. Lg. 897a.
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτουργός Medium diacritics: πρωτουργός Low diacritics: πρωτουργός Capitals: ΠΡΩΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: prōtourgós Transliteration B: prōtourgos Transliteration C: protourgos Beta Code: prwtourgo/s

English (LSJ)

πρωτουργόν, primary, κινήσεις Pl.Lg.897a, cf. Iamb.Myst.1.5, al.; ἔρωτος ἀρχή Procl.in Alc. p.32 C.; ζωή Iamb.Protr.3, cf. Jul.Or. 4.150b.

German (Pape)

zuerst machend, bewirkend, κινήσεις, die ersten, ursächlichen, Plat. Legg. X.897a.

Russian (Dvoretsky)

πρωτουργός: первоначальный, первичный (κίνησις Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

πρωτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ πρῶτος ἐνεργήσας τι, ὁ πρῶτος αἴτιος ἔργου τινός, Πλάτ. Νόμ. 897Α, Πρόκλ., κλπ.

Greek Monolingual

-ό / πρωτουργός, -όν, ΝΑ
αυτός που πρώτος δημιουργεί ή δημιούργησε κάτι, που πρώτος κάνει ή έκανε κάτι, ο πρωτεργάτης
νεοελλ.
συνεκδ. ο πρώτος αίτιος, ο πρωταίτιος
αρχ.
αρχικός, αρχέγονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -ουργός].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτουργός -όν [πρῶτος, ἔργον] als eerste werkend, primair:. πρωτουργοὶ κινήσεις primaire bewegingen Plat. Lg. 897a.