ρίγος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιονMiltiades' trophy does not let me sleep

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / ῥῑγος, ΝΜΑ<br /><b>ιατρ.</b> [[παροδικός]] [[τρόμος]], [[τρεμούλα]], που οφείλεται σε [[αίσθημα]] ψύχους και εμφανίζεται όταν ο [[οργανισμός]] υποβάλλεται σε απότομη [[πτώση]] της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος, [[οπότε]] [[είναι]] περιφερειακής προελεύσεως, [[καθώς]] και [[κατά]] την [[εισβολή]] εμπύρετων νόσων, όπως [[είναι]] οι λοιμώξεις, η [[πνευμονία]], η γρίππη κ.ά. («ῥίγη πυρετώδη», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ανατρίχιασμα]] του σώματος που προκαλείται από έντονο [[συναίσθημα]] («ρίγ' ηδονής τ' αράθυμο [[κύμα]] της σάρκας φέρνει», Γρυπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψύχος]], [[κρύο]], [[παγετός]] («ὑπὸ λιμοῡ καὶ ῥίγους... ἀποθνήσκει», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ζεύγος]] [[ῥῖγος]]: [[ἔρριγα]] (<b>πρβλ.</b> [[γῆθος]]: <i>γέγηθα</i>) ανάγεται σε ΙΕ <i>srig</i>- «[[κρύο]], [[ψύχος]]» και αντιστοιχεί ακριβώς με τα λατ. <i>frigus</i> «[[ρίγος]], [[ψύχος]]»: <i>frigeo</i>].
|mltxt=το / ῥῖγος, ΝΜΑ<br /><b>ιατρ.</b> [[παροδικός]] [[τρόμος]], [[τρεμούλα]], που οφείλεται σε [[αίσθημα]] ψύχους και εμφανίζεται όταν ο [[οργανισμός]] υποβάλλεται σε απότομη [[πτώση]] της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος, [[οπότε]] [[είναι]] περιφερειακής προελεύσεως, [[καθώς]] και [[κατά]] την [[εισβολή]] εμπύρετων νόσων, όπως [[είναι]] οι λοιμώξεις, η [[πνευμονία]], η γρίππη κ.ά. («ῥίγη πυρετώδη», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ανατρίχιασμα]] του σώματος που προκαλείται από έντονο [[συναίσθημα]] («ρίγ' ηδονής τ' αράθυμο [[κύμα]] της σάρκας φέρνει», Γρυπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψύχος]], [[κρύο]], [[παγετός]] («ὑπὸ λιμοῦ καὶ ῥίγους... ἀποθνήσκει», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ζεύγος]] [[ῥῖγος]]: [[ἔρριγα]] (<b>πρβλ.</b> [[γῆθος]]: <i>γέγηθα</i>) ανάγεται σε ΙΕ <i>srig</i>- «[[κρύο]], [[ψύχος]]» και αντιστοιχεί ακριβώς με τα λατ. <i>frigus</i> «[[ρίγος]], [[ψύχος]]»: <i>frigeo</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Greek Monolingual

το / ῥῖγος, ΝΜΑ
ιατρ. παροδικός τρόμος, τρεμούλα, που οφείλεται σε αίσθημα ψύχους και εμφανίζεται όταν ο οργανισμός υποβάλλεται σε απότομη πτώση της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος, οπότε είναι περιφερειακής προελεύσεως, καθώς και κατά την εισβολή εμπύρετων νόσων, όπως είναι οι λοιμώξεις, η πνευμονία, η γρίππη κ.ά. («ῥίγη πυρετώδη», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
μτφ. ανατρίχιασμα του σώματος που προκαλείται από έντονο συναίσθημα («ρίγ' ηδονής τ' αράθυμο κύμα της σάρκας φέρνει», Γρυπ.)
αρχ.
ψύχος, κρύο, παγετός («ὑπὸ λιμοῦ καὶ ῥίγους... ἀποθνήσκει», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ζεύγος ῥῖγος: ἔρριγα (πρβλ. γῆθος: γέγηθα) ανάγεται σε ΙΕ srig- «κρύο, ψύχος» και αντιστοιχεί ακριβώς με τα λατ. frigus «ρίγος, ψύχος»: frigeo].