σιδηροβρώς: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(37)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sidirovros
|Transliteration C=sidirovros
|Beta Code=sidhrobrw/s
|Beta Code=sidhrobrw/s
|Definition=ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">iron-eating</b>, θηγάνη <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>820</span>; where the Sch. has a fem. form σῐδηρο-βρῶτις, ιδος.</span>
|Definition=ῶτος, ὁ, ἡ, ([[βιβρώσκω]]) [[iron-eating]], θηγάνη [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''820; where the Sch. has a fem. form σῐδηρο-βρῶτις, ιδος.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0879.png Seite 879]] ῶτος, Eisen fressend, verzehrend, nagend, dah. Eisen schärfend, wetzend, [[θηγάνη]], Soph. Ai. 807.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0879.png Seite 879]] ῶτος, Eisen fressend, verzehrend, nagend, dah. Eisen schärfend, wetzend, [[θηγάνη]], Soph. Ai. 807.
}}
{{ls
|lstext='''σῐδηροβρώς''': -ῶτος, ὁ, ἡ, ([[βιβρώσκω]]) ὁ τρώγων τὸν [[σίδηρον]], [[θηγάνη]] Σοφ. Αἴ. 820· [[ἔνθα]] ὁ Σχολιαστ. ἔχει θηλ. τύπον -βρῶτις, -ιδος.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶτος (ὁ, ἡ)<br />qui mange <i>ou</i> ronge le fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[βιβρώσκω]].
|btext=ῶτος (ὁ, ἡ)<br />qui mange <i>ou</i> ronge le fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[βιβρώσκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σιδηροβρώς -ῶτος &#91;[[σίδηρος]], [[βιβρώσκω]]] ijzervretend (slijpsteen). Soph. Ai. 820.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηροβρώς:''' ῶτος adj. съедающий, т. е. оттачивающий железо ([[θηγάνη]] Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶτος, ὁ, ἡ, θηλ. και [[σιδηροβρῶτις]], -ώτιδος, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κατατρώγει τον σίδηρο<br /><b>2.</b> αυτός που ακονίζει τον σίδηρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βρώς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>παιδο</i>-<i>βρώς</i>].
|mltxt=-ῶτος, ὁ, ἡ, θηλ. και [[σιδηροβρῶτις]], -ώτιδος, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κατατρώγει τον σίδηρο<br /><b>2.</b> αυτός που ακονίζει τον σίδηρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βρώς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώω]]»), [[πρβλ]]. [[παιδοβρώς]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῐδηροβρώς:''' -ῶτος, ὁ, ἡ ([[βιβρώσκω]]), αυτός που τρώγει τον σίδηρο, που τον φθείρει, σε Σοφ.
}}
{{ls
|lstext='''σῐδηροβρώς''': -ῶτος, ὁ, ἡ, ([[βιβρώσκω]]) ὁ τρώγων τὸν [[σίδηρον]], [[θηγάνη]] Σοφ. Αἴ. 820· [[ἔνθα]] ὁ Σχολιαστ. ἔχει θηλ. τύπον -βρῶτις, -ιδος.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῐδηρο-βρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, [[βιβρώσκω]]<br />[[iron]]-[[eating]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροβρώς Medium diacritics: σιδηροβρώς Low diacritics: σιδηροβρώς Capitals: ΣΙΔΗΡΟΒΡΩΣ
Transliteration A: sidērobrṓs Transliteration B: sidērobrōs Transliteration C: sidirovros Beta Code: sidhrobrw/s

English (LSJ)

ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω) iron-eating, θηγάνη S.Aj.820; where the Sch. has a fem. form σῐδηρο-βρῶτις, ιδος.

German (Pape)

[Seite 879] ῶτος, Eisen fressend, verzehrend, nagend, dah. Eisen schärfend, wetzend, θηγάνη, Soph. Ai. 807.

French (Bailly abrégé)

ῶτος (ὁ, ἡ)
qui mange ou ronge le fer.
Étymologie: σίδηρος, βιβρώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηροβρώς -ῶτος [σίδηρος, βιβρώσκω] ijzervretend (slijpsteen). Soph. Ai. 820.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροβρώς: ῶτος adj. съедающий, т. е. оттачивающий железо (θηγάνη Soph.).

Greek Monolingual

-ῶτος, ὁ, ἡ, θηλ. και σιδηροβρῶτις, -ώτιδος, Α
1. αυτός που κατατρώγει τον σίδηρο
2. αυτός που ακονίζει τον σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. παιδοβρώς].

Greek Monotonic

σῐδηροβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ (βιβρώσκω), αυτός που τρώγει τον σίδηρο, που τον φθείρει, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω) ὁ τρώγων τὸν σίδηρον, θηγάνη Σοφ. Αἴ. 820· ἔνθα ὁ Σχολιαστ. ἔχει θηλ. τύπον -βρῶτις, -ιδος.

Middle Liddell

σῐδηρο-βρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, βιβρώσκω
iron-eating, Soph.