συνελευστικός: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(39)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synelefstikos
|Transliteration C=synelefstikos
|Beta Code=suneleustiko/s
|Beta Code=suneleustiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">disposed for society</b>, <b class="b3">τὸ σ</b>. Plu.2.757c.</span>
|Definition=συνελευστική, συνελευστικόν, [[disposed for society]], <b class="b3">τὸ σ.</b> Plu.2.757c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1014.png Seite 1014]] ή, όν, zum Umgang, zur Geselligkeit geeignet, τὸ συνελευστικόν, der Gesellschaftstrieb, Plut. amator. 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1014.png Seite 1014]] ή, όν, zum Umgang, zur Geselligkeit geeignet, τὸ συνελευστικόν, der Gesellschaftstrieb, Plut. amator. 14.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[qui aime le monde]], [[sociable]].<br />'''Étymologie:''' [[συνέλευσις]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνελευστικός:''' [[общительный]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνελευστικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς συνέλευσιν, πρὸς συναναστροφὴν ἢ κοινωνίαν, τὸ συνελευστικὸν Πλούτ. 2. 757C· ― ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] πρέπει πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ἀντὶ τοῦ [[συνέλευστος]] ἐν Λεξικῷ Κυρίλλου.
|lstext='''συνελευστικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς συνέλευσιν, πρὸς συναναστροφὴν ἢ κοινωνίαν, τὸ συνελευστικὸν Πλούτ. 2. 757C· ― ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] πρέπει πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ἀντὶ τοῦ [[συνέλευστος]] ἐν Λεξικῷ Κυρίλλου.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui aime le monde, sociable.<br />'''Étymologie:''' [[συνέλευσις]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συνέλευσις]]<br />ο διατεθειμένος για [[συναναστροφή]], [[κοινωνικός]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συνέλευσις]]<br />ο διατεθειμένος για [[συναναστροφή]], [[κοινωνικός]].
}}
}}

Latest revision as of 09:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνελευστικός Medium diacritics: συνελευστικός Low diacritics: συνελευστικός Capitals: ΣΥΝΕΛΕΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: syneleustikós Transliteration B: syneleustikos Transliteration C: synelefstikos Beta Code: suneleustiko/s

English (LSJ)

συνελευστική, συνελευστικόν, disposed for society, τὸ σ. Plu.2.757c.

German (Pape)

[Seite 1014] ή, όν, zum Umgang, zur Geselligkeit geeignet, τὸ συνελευστικόν, der Gesellschaftstrieb, Plut. amator. 14.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui aime le monde, sociable.
Étymologie: συνέλευσις.

Russian (Dvoretsky)

συνελευστικός: общительный Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνελευστικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς συνέλευσιν, πρὸς συναναστροφὴν ἢ κοινωνίαν, τὸ συνελευστικὸν Πλούτ. 2. 757C· ― ὁ τύπος οὗτος πρέπει πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ἀντὶ τοῦ συνέλευστος ἐν Λεξικῷ Κυρίλλου.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συνέλευσις
ο διατεθειμένος για συναναστροφή, κοινωνικός.