συναρμολόγηση: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[συναρμολογώ]], η [[σύνδεση]] επιμέρους τμημάτων για τη [[συγκρότηση]] ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[συναρμογή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συναρμολογώ]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συναρμολόγησις</i>, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[συναρμολογώ]], η [[σύνδεση]] επιμέρους τμημάτων για τη [[συγκρότηση]] ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[συναρμογή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συναρμολογώ]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συναρμολόγησις</i>, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[συναρμολογώ]], η [[σύνδεση]] επιμέρους τμημάτων για τη [[συγκρότηση]] ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[συναρμογή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συναρμολογώ]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συναρμολόγησις</i>, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά].
}}
}}

Latest revision as of 20:00, 27 September 2022

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ενέργεια του συναρμολογώ, η σύνδεση επιμέρους τμημάτων για τη συγκρότηση ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου
2. τεχνολ. η συναρμογή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναρμολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. συναρμολόγησις, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά].